Τους τραπεζικούς λογαριασμούς με τις κινήσεις των φορολογουμένων την περίοδο 2015-2018 ζητεί η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας.
Με μαζικά αιτήματα προς τις τράπεζες, η εφορία θα ζητήσει την άμεση αποστολή των λογαριασμών που κατέχουν οι φορολογούμενοι (ή είναι συνδικαιούχοι) που είτε υπάρχουν γι’ αυτούς εισαγγελικές παραγγελίες είτε περιλαμβάνονται στον σχεδιασμό των ελεγκτικών μονάδων.
Ταυτόχρονα, πληροφορίες αναφέρουν ότι θα ζητηθούν στοιχεία και για φορολογουμένους με καταθέσεις άνω των 150.000 ευρώ ή με μεγάλες μεταφορές χρηματικών ποσών στο εξωτερικό αλλά και εντός της χώρας. Σημειώνεται ότι οι έλεγχοι «μεγάλων» φορολογουμένων είχαν περιοριστεί σημαντικά, καθώς η εφορία δεν είχε τα στοιχεία των κινήσεων από το 2015 και μετά.
Μάλιστα, «ο μεγάλος αδελφός» είχε τεθεί σε χειμερία νάρκη, με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι ελεγκτές να βρίσκουν αυτόματα τα αμφιλεγόμενα στοιχεία καθώς δεν υπήρχαν τραπεζικά στοιχεία όπως προαναφέρθηκε μετά το 2015.
Βέβαια, ο ελεγκτικός μηχανισμός ζητούσε τις τραπεζικές καταθέσεις των ελεγχομένων αλλά κατά περίπτωση, με αποτέλεσμα να υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των ελέγχων. Είναι ενδεικτικό ότι οι φορολογικές αρχές ζήτησαν από φορολογούμενο να δικαιολογήσει δεκάδες χιλιάδες συναλλαγές ακόμα και τη σύνταξη αλλά και στα φάρμακα που αγόρασε!
Τα χέρια πλέον των ελεγκτών λύνονται με τη διάταξη που κατατέθηκε τις προηγούμενες μέρες στη Βουλή, η οποία ορίζει τη μαζική αποστολή αιτημάτων προς τις τράπεζες για την άντληση στοιχείων που σχετίζονται με τους τραπεζικούς λογαριασμούς των φορολογουμένων.
Συγκεκριμένα, στο πρώτο στάδιο, προβλέπεται η δυνατότητα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων να λαμβάνει, με τρόπο μαζικό και αυτοματοποιημένο, στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν σε τραπεζικούς λογαριασμούς, λογαριασμούς πληρωμών, επενδυτικών προϊόντων και δανειακές συμβάσεις, ελεγχόμενων από την ΑΑΔΕ φυσικών ή νομικών προσώπων και οντοτήτων από τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων των αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, των υπό εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων, των ιδρυμάτων πληρωμών και των ιδρυμάτων έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος που παρέχουν και εκτελούν υπηρεσίες πληρωμών στην Ελλάδα, καθώς και από τις εποπτευόμενες από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επενδυτικές εταιρείες.
Οι πληροφορίες αυτές τηρούνται σε βάση δεδομένων της ΑΑΔΕ μέχρι την παραγραφή του δικαιώματος της φορολογικής διοίκησης να βεβαιώσει φόρο στη βάση των σχετικών προς έλεγχο υποθέσεων και προωθούνται κατόπιν επεξεργασίας στις ελεγκτικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ με ασφάλεια και ταχύτητα μέσω ειδικής μηχανογραφικής εφαρμογής. Με αυτόν τον τρόπο μειώνεται δραστικά ο απαιτούμενος χρόνος όχι μόνο για τη διενέργεια των ελέγχων αλλά και την ολοκλήρωσή τους.
Στο τρίτο και καθοριστικό στάδιο, όλος αυτός ο όγκος πληροφοριών γίνεται αντικείμενο αλλεπάλληλων διασταυρώσεων αλλά με τρόπο τυποποιημένο και ενιαίο, έτσι ώστε να αποφεύγονται σφάλματα. Δηλαδή το ηλεκτρονικό σύστημα αφαιρεί εισοδήματα όπως για παράδειγμα μισθούς, ενοίκια και γενικότερα όλες τις συναλλαγές κάτω των 50 ευρώ. Δηλαδή, για τα δηλωθέντα εισοδήματα του εκάστοτε ελεγχομένου για την περίοδο που ελέγχεται, πραγματοποιείται επεξεργασία τραπεζικών και φορολογικών δεδομένων, ενώ ταυτόχρονα προσδιορίζονται και οι πρωτογενείς καταθέσεις μέσω αυτοματοποιημένων ελεγκτικών εντολών.
Τι δείχνουν οι έλεγχοι
Με βάση τους μνημονιακούς στόχους, από το σύνολο των ολοκληρωμένων φορολογικών ελέγχων, το 70% πρέπει να αφορά νέες υποθέσεις.
Τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου δείχνουν, όμως, ότι έχουν κολλήσει στο 55,5%, με το μεγαλύτερο πρόβλημα να εντοπίζεται στο Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων, με 43 ολοκληρωμένους πλήρεις και μερικούς ελέγχους και στο Κέντρο Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου με μόλις έναν ολοκληρωμένο πλήρη έλεγχο και 28 μερικούς.
Το ΣτΕ βάζει ψηλά τον πήχυ για τους ελεγκτές
Εντονο προβληματισμό προκαλεί στη φορολογική διοίκηση η απόφαση «βόμβα» του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), το οποίο αθώωσε δύο φορολογουμένους, καθώς ο έλεγχος δεν κατάφερε να εντοπίσει την πηγή προσαύξησης του εισοδήματός τους.
Συγκεκριμένα, με την απόφαση το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε τον φορολογικό έλεγχο ο οποίος, κατά τους δικαστές, κατέληξε αυθαίρετα στο συμπέρασμα ότι υπάρχει απόκρυψη φορολογητέας ύλης που προέρχεται από την άσκηση του ελεύθερου επαγγέλματος, χωρίς να τεκμηριώνεται από πουθενά.
Κύκλοι της αγοράς κάνουν λόγο ακόμα και για λάθος των ελεγκτών και ότι ορθώς κατέπεσε ο έλεγχος από το ΣτΕ. Συγκεκριμένα σημειώνουν ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν διατάξεις για αδικαιολόγητο πλουτισμό και όχι να υποστηρίξουν ότι η προέλευση των χρημάτων προέρχεται από το ελευθέριο επάγγελμα χωρίς να μπορούν ταυτόχρονα να το δικαιολογήσουν.
Σε κάθε περίπτωση, τα πράγματα δυσκολεύουν για τους ελεγκτές, οι οποίοι θα πρέπει όπως φαίνεται να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στους ελέγχους, αλλά κυρίως θα πρέπει να τεκμηριώνουν τον τρόπο που συντελέστηκε το αδίκημα της φοροδιαφυγής.
Ο έλεγχος ξεκίνησε όταν ο οικονομολόγος και η δικηγόρος σύζυγός του εντοπίστηκαν στη λίστα Λαγκάρντ. Στους λογαριασμούς τους στην Ελβετία βρέθηκαν καταθέσεις ποσών που δεν μπορούσαν να δικαιολογηθούν από τα εισοδήματα που είχαν δηλώσει στις φορολογικές τους δηλώσεις.
Οι ελεγκτές, αφού δεν κατάφεραν να προσδιορίσουν την πηγή του εισοδήματος, αποφάσισαν ότι η προσαύξηση είναι αποτέλεσμα φοροδιαφυγής και συγκεκριμένα απόκρυψης εισοδημάτων από την εργασία τους και προχώρησαν στην επιβολή εξαιρετικά μεγάλων προστίμων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, όμως, με την απόφαση υποστηρίζει ότι: «Η φορολογική αρχή πρέπει να διαπιστώσει, κατά τρόπον αρκούντως τεκμηριωμένο, ότι ο επιτηδευματίας εισέπραξε το επίμαχο ποσό ως αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών, στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας».
[πηγή]