Το τελευταίο διάστημα παρατηρώ με μεγάλο ενδιαφέρον τις προσπάθειες που γίνονται για να διευκολυνθούν όσοι έχουν δυσβάσταχτα χρέη προς τράπεζες και δημόσιο.
Προγράμματα ρύθμισης οφειλών, «κουρέματα» δανείων, πλατφόρμες προστασίας και εκατοντάδες δόσεις βρίσκονται πλέον στη διάθεσή όσων θέλουν να διευθετήσουν τα χρέη τους.
Και βέβαια, αυτό είναι απολύτως σωστό. Σε μια χώρα που για 10 χρόνια ζει σε συνθήκες πρωτόγνωρης οικονομικής πίεσης, είναι λογικό επιχειρήσεις και ιδιώτες να αντιμετωπίσουν οικονομικά προβλήματα.
Όταν χάνεις τη δουλειά σου, μειώνεται ο τζίρος σου και κόβεται η σύνταξή σου, είναι επόμενο ότι δεν θα μπορέσεις να ανταποκριθείς σε κάποιες από τις υποχρεώσεις σου.
Έτσι, προκειμένου –με την επάνοδο της οικονομίας- να μπορέσεις να επανέλθεις, θα πρέπει να δημιουργηθούν τα κατάλληλα εργαλεία ρύθμισης ή και μείωσης του χρέους.
Τι γίνεται όμως με όσους –σε όλη τη διάρκεια της κρίσης- κατάφεραν να σταθούν στο ύψος τους και να ανταποκριθούν στα χρέη τους.
Εκείνοι που έκαναν περικοπές από αλλού προκειμένου να πληρώνουν κάθε δόση του δανείου τους, τους λογαριασμούς και τους φόρους τους. Αυτοί πώς ανταμείφθηκαν;
Η απάντηση είναι καθόλου ή ελάχιστα. Γιατί, όταν μία τράπεζα σου δίνει το 5% των τόκων ενός δανείου που πληρώνεις κανονικά, αυτό κινείται στα όρια του εμπαιγμού.
Γιατί, εφόσον το πληρώνεις κανονικά τόσα χρόνια, μάλλον βρίσκεται προς το τέλος του και η αναλογία τόκων/κεφαλαίου βρίσκεται συντριπτικά υπέρ του δευτέρου. Αλλά και επειδή σε εκείνους που δεν πληρώνουν η τράπεζα κουρεύει τόκους αλλά ακόμη και κεφάλαια.
Αντίστοιχα, δεν υπάρχει καν το όφελος του 2,5% προς όσους πλήρωναν εφάπαξ τα χρέη τους προς την εφορία ενώ και η ΔΕΗ «ψαλίδισε» την έκπτωση προς τους συνεπείς δανειολήπτες.
Με άλλα λόγια, σε αυτή τη χώρα, αν πληρώνεις στην ώρα σου, νιώθεις και είσαι κορόιδο. Και δυστυχώς, αυτό το μάθημα εντυπώνεται συνολικά στον πληθυσμό.
Ο οποίος βλέπει ότι όσοι αντιμετώπισαν δυσκολίες (σωστά) βοηθήθηκαν, όσοι όμως ήταν τυπικοί, ήταν οι χαζοί της παρέας.
Ποιο κίνητρο λοιπόν έχω από εδώ και πέρα να είμαι τυπικός και να μη χρωστάω; Γιατί και εγώ να μην γίνω «κόκκινος», ευελπιστώντας σε μια ευνοϊκή ρύθμιση, η οποία νομοτελειακά θα έρθει;
Και στο ενδιάμεσο να αξιοποιήσω αλλιώς τα χρήματά μου, μια και η συνέπεια δεν θα μου προσφέρει απολύτως τίποτε;
Αυτή η κουλτούρα απαξίωσης των συνεπών μπορεί να τινάξει στον αέρα όλο το σύστημα πίστης στη χώρα.
Και αν δεν γίνει κάτι για να αλλάξει, το «κόκκινο» θα είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, ανεξαρτήτως οικονομικών συνθηκών.
Με ό,τι αυτό βέβαια συνεπάγεται για την πορεία ολόκληρης της χώρας.