Η σεξουαλική κακοποίηση ανήλικων δεν περιορίζεται μόνο στον καλλιτεχνικό χώρο, αλλά αποδεδειγμένα επεκτείνεται και σε άλλους, όπως είναι αυτός των Ένοπλων Δυνάμεων.
Ο πλέον διεστραμμένος σεξουαλικά εγκέφαλος δεν μπορεί να συλλάβει τα όσα διέπραξαν επί τρία συνεχόμενα χρόνια σε βάρος ανήλικου αγοριού 5 ετών, τρία αδέλφια που υπηρετούσαν σε τρία διαφορετικά Σώματα των Ενόπλων Δυνάμεων.
Και πολύ περισσότερο ξεπερνά κάθε είδους σενάριο διαστροφής του καλύτερου σεναριογράφου, το γεγονός πως το αγοράκι που έπεσε θύμα από τον Μάρτιο του 2013 έως τον Ιούνιο του 2016 των σεξουαλικών ορέξεων των τριών στρατιωτικών, είναι ο γιός του ενός εκ των δραστών.
Δηλαδή, οι συγγενείς εξ΄ αίματος πρώτου βαθμού του άτυχου παιδιού (ο πατέρας του και οι δύο θείοι του), το κακοποιούσαν «αμέτρητες φορές» και έσβηναν τα τσιγάρα τους πάνω στο κορμί του, στα πλέον τρυφερά και ανέμελα χρόνια του, με ότι αυτό μεταφράζεται για τη μελλοντική ζωή αυτού του παιδιού.
Το 2019 με βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών (Στρατοδικείου) οι τρεις στρατιωτικοί παραπέμφθηκαν να δικαστούν για σωρεία αδικημάτων, σχετιζόμενα με την γενετήσια ελευθερία και κατά συρροή βιασμούς, κ.λπ. σε βάρος ανηλίκου.
Όμως, το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου αναίρεσε το παραπεμπτικό βούλευμα και το ανέπεμψε για νέα κρίση.
Ο πατέρας του πεντάχρονου αγοριού, Λοχίας ΕΠΟΠ, ήταν σε διάσταση με την σύζυγό του από το 2014 και σύμφωνα με απόφαση του Πρωτοδικείου ασκούσε το δικαίωμα επικοινωνίας με τον γιό του.
Έτσι, σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα, ειδικά τις ημέρες των Χριστουγέννων, Πάσχα και άλλων αργιών, ο Λοχίας είχε μαζί του το γιό του, είτε στο πατρικό του σπίτι στην Θεσσαλία, είτε στο σπίτι του στον Πειραιά.
Το κουβάρι των διατροφικών σεξουαλικών επιθυμιών του ίδιου του πατέρα του αγοριού, αλλά και των δυο θείων του, που ο ένας υπηρετούσε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού των τεθωρακισμένων και ο δεύτερος με τον βαθμό του σημαιοφόρου στο αρχηγείο του στόλου του Πολεμικού Ναυτικού, άρχισε να ξετυλίγεται όταν μια μέρα μετά την επιστροφή από τον πατέρα του, είχε πολλά νεύρα, ήταν σε κατάσταση υπνηλίας και υποσιτισμένος.
Εκείνη την ημέρα του Ιουνίου 2016, η μητέρα του παρατήρησε ένα στρογγυλό σημάδι στο μπράτσο του παιδιού σαν να είχε σβηστεί τσιγάρο πάνω του, ενώ στον ύπνο του έβλεπε εφιάλτες και έλεγε: «Φτάνει, δεν αντέχω άλλο».
Το επόμενο πρωί, η μητέρα του είδε στον αστράγαλο μια πληγή και «όταν τον ρώτησε πώς το έπαθε, ο μικρός είπε ότι ο πατέρας του, του πέταξε τσιγάρο και ρωτώντας τον εάν του έχει κάνει κάτι άλλο, απάντησε ότι ο πατέρας του κάνει και άλλα πράγματα με την «ουρίτσα» του». Οι τρεις στρατιωτικοί, για να ξεγελάσουν τον μικρό είχαν βαπτίσει τα γεννητικά τους όργανα «ουρίτσες».
Απαντώντας σε άλλες ερωτήσεις της μητέρας του, ο μικρός ανέφερε ότι και ο πατέρας και οι θείοι του, ο ένας μετά τον άλλο, την ίδια ημέρα, «μου ανοίγουν το στόμα με τα δύο χέρια και εμένα με πονάει» και βάζουν, «την ουρίτσα τους στο στόμα μου».
Και συνέχισε, τονίζοντας πως «εκείνοι γελάνε» και «αυτά γίνονταν αμέτρητες φορές». Ακόμη, είπε ότι κάποιος από τους θείους του «έβαλε την ουρίτσα του στο χέρι του και αλλού»…
Μάλιστα, απειλούσαν το παιδί ότι «θα σκοτώσουν τη γιαγιά και θα το δείρουν αν το πει». Όσα αφηγήθηκε στην μητέρα του, τα επανέλαβε σε όλες τις συνεδρίες (εξετάσεις) των ψυχολόγων, παιδοψυχολόγων, ιατροδικαστών, κ.λπ., ενώ υπήρξαν παιδοψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες, προκειμένου να διακριβωθεί εάν αυτά που αφηγείτο το παιδί ήταν πραγματικότητα ή αποκύημα της φαντασίας του.
Ενδεικτικό της ψυχολογικής και σωματικής βίας που δέχθηκε το πεντάχρονο είναι ότι κατά την διάρκεια των συνεδριάσεων με τους ψυχολόγους, έλεγε: «Έκλαιγα. Προσπαθούσα να μιλήσω αλλά μου έκλειναν το στόμα».
Σε ερώτηση των ψυχολόγων πότε και οι τρεις έκαναν όλα αυτά που το παιδί περιέγραφε, η απάντηση ήταν: «Αυτό έγινε πολλές φορές, αμέτρητες». Όλοι οι ειδικοί επιστήμονες κατέληξαν ότι το παιδί μιλάει για βιωματικά γεγονότα.
Παρ’ όλα αυτά, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε το παραπεμπτικό βούλευμα για έλλειψη νόμιμης αιτιολογίας και το ανέπεμψε για νέα συζήτηση στο Στρατοδικείο.