Η νέα μήνυση για βιασμό εις βάρος του Δημήτρη Λιγνάδη, που κατατέθηκε στις αρχές της εβδομάδας στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, έρχεται να «συνδέσει» τον γνωστό σκηνοθέτη-ηθοποιό με το παρόν.
Σε αντίθεση με τις δύο πράξεις που του αποδίδονται έως τώρα, με χρόνο τέλεσης της μίας το 2010 και της άλλης το 2015, και οι οποίες τον οδήγησαν στη φυλακή, ο τελευταίος καταγγέλλων υποστηρίζει ότι βιάστηκε στα τέλη του 2018.
Εφόσον η καταγγελία αποδειχθεί αληθής, αποδυναμώνει τον ισχυρισμό που προέβαλε ο ηθοποιός προκειμένου να αποτρέψει την προφυλάκισή του, ότι, δηλαδή, δεν προκύπτει πως είναι ύποπτος τέλεσης νέων αξιόποινων πράξεων. Όπως συγκεκριμένα είχε αναφέρει στο απολογητικό υπόμνημά του: «Οι δύο πράξεις που μου αποδίδονται έχουν παλαιό χρόνο εκτέλεσης, ήτοι Αύγουστο 2010 και Αύγουστο 2015, οι δε μάρτυρες κατηγορίας δεν βρίσκονται σε πρόσφατη συναναστροφή μαζί μου, αλλά έχουν να με δουν πάρα πολλά χρόνια, βάσει των καταθέσεών τους από πέντε έως είκοσι τρία χρόνια, πολλοί εξ αυτών ζουν στο εξωτερικό και, κατά συνέπεια, δεν ήταν σε θέση να εισφέρουν, είτε από προσωπική αντίληψη είτε παραπέμποντας σε κάποιο τρίτο πρόσωπο του περιβάλλοντός μου, έστω και ένα πρόσφατο περιστατικό, εκ του οποίου να προκύπτει ότι «έχω σχεδιάσει» ή είμαι επικίνδυνος να τελέσω νέα εγκλήματα, είτε ομοειδή με αυτά που μου αποδίδονται είτε διαφορετικά».
Ο νέος καταγγέλλων, Έλληνας που δεν έχει σχέση με τον χώρο του θεάματος, ισχυρίζεται πως ο ηθοποιός τον βίασε στο σπίτι του το 2018. Στην προκειμένη περίπτωση, το φερόμενο θύμα δεν ήταν ανήλικος όταν έγινε η καταγγελλόμενη πράξη.
Ωστόσο, τα όσα περιγράφει για τον τρόπο προσέγγισής του, τον τόπο που έγινε αυτή, τον τρόπο που εξουδετέρωσε την αντίστασή του και το πώς του «έκλεισε» το στόμα, ώστε να μην αποκαλύψει σε κανέναν τι είχε συμβεί, δείχνουν μια κοινή μέθοδο σε όλες τις περιπτώσεις, ένα «modus operandi» από την πλευρά του ηθοποιού.