του Χρήστου Ξανθάκη
Τριήμερο Δεκαπενταύγουστο, που θα πας; Στη μαμά θα πας! Μπήκα κι εγώ λοιπόν στο τουτού, κατάπια τα χιλιόμετρά μου, έκανα στάση για καφέ στον Λάζαρο, στα Καμένα Βούρλα, ανέβηκα.. το βουνό, έφτασα πατρίδα, όλα κομπλέ. Ερκοντίσιο δεν είχα, γιατί το φρέον το ‘σκασε κι έτσι όμως αντέχεται η διαδρομή άνευ καύσωνα. Ιδίως άμα σε περιμένει σπιτικό φαγάκι!
Τέλος πάντων, έφτασα, χόρτασα, ξεκουράστηκα, τι θα κάνεις, για καφέ θα πας. Για καφέ κι εγώ στο Diverso, που φέρνει εσπρέσσο ιδιωτική εισαγωγή από Ιταλία, να πίνει η μάνα και του παιδιού ούτε γουλιά να μη δίνει. Με το φίλο μου τον Βαγγέλη (ας τον πούμε Βαγγέλη), που κατέχει τα της τοπικής κοινωνίας καλύτερα απ’ ό,τι κατέχει την ενδεκάδα του Παναθηναϊκού. Και μου λέει ο Βαγγέλης:
«Χρηστάρα, ο κόσμος είναι στα κάγκελα»!
«Πες μας κάνα καινούριο ρε φίλε», του απαντάω εγώ. «Έπρεπε να κάνω όλο αυτό το δρόμο από Αθήνα στα Τρίκαλα, για να μου μάθεις αυτά που ξέρω;»
«Κύριε δημοσιογράφε», επιμένει ο Βαγγέλης, «οι Αριστεροί στα κάγκελα είναι εδώ και δυο χρόνια. Ποιος τους γράφει αυτούς; Δουλειά τους είναι να γκρινιάζουν και να φωνάζουν, αντιπολίτευση είναι. Το θέμα δεν είναι αυτοί…»
«Και ποιοι είναι;», τον ξαναρωτάω.
«Το θέμα είναι οι Δεξιοί, εκεί υπάρχει το πρόβλημα. Γιατί οι Δεξιοί τα χώνουν στην κυβέρνηση κάθε μέρα και περισσότερο»!
Κι εκεί είναι που κάνανε «ποπ» τ’ αυτάκια μου και γίνανε τα μάτια μου πιατάκια. Γιατί ερχόταν ο Βαγγέλης να επιβεβαιώσει κάτι που είχα γράψει πριν από καιρό:
«Εντάξει», του λέω του κολλητού, «μου τράβηξες την προσοχή. Πες τα όλα τώρα, να βγάλω και το μεροκάματο».
«Ομολογώ», του απαντάω, «ότι στη βαράει άμα παίρνει ο διπλανός δέκα κι εσύ ούτε ένα…»
«Έχει και χειρότερο!», μου λέει.
«Ποιο χειρότερο;», τον ρωτάω.
«Δεν φτάνει που δεν τις μοιράζουν σωστά τις δουλίτσες, έχουν μπει και οι πρώην Πασόκοι στη μέση και μασουλάνε!», μου λέει. «Και αυτό τους κάνει δυο φορές πιο έξαλλους τους Δεξιούς. Καλά να σε ρίχνει ο δικός σου, της παρατάξεως. Να στη φέρνει και ο άλλος που πλακωνόσασταν μια ζωή; Δεν αντέχεται…»
«Δίκιο έχεις», του λέω. «Να είσαι γαλάζιος και να στα τρώνε οι πράσινοι, μεγάλος πόνος»!
«Και δεν είναι μόνο οι δουλίτσες», συνεχίζει ο Βαγγέλης.
«Έχει κι άλλο;», τον ρωτάω.
«Είναι και τα ρουσφέτια», μου λέει. «Που τα ρουσφέτια είναι μπόλικα, δεν είναι λίγα».
«Κι εδώ μπατάρει η βάρκα;», τον ρωτάω.
«Εδώ γίνεται πραγματικό σφαγείο», μου λέει. «Ποτάμι το αίμα! Καμία επετηρίδα, όποιος πρόλαβε τον κύριο είδε.»
«Άρα αγανάκτηση…», του λέω.
«Άρα αγανάκτηση», καταλήγει ο Βαγγέλης. «Και πρόσεχε, άλλο είναι να βλέπεις τον Γεραπετρίτη στο Μαξίμου να κάνει κουμάντα κι άλλο να βλέπεις τους πρώην “πράσινους” να παίζουν μπάλα στην τοπική κοινωνία. Στην επαρχία τα αίματα ανάβουν εύκολα και γρήγορα. Δεν θέλει πολύ να γίνει καμιά στραβή και να ψάχνονται όλοι…»