Στη Δικαιοσύνη κατέφυγε ο γνωστός ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιώργος Κιμούλης, διεκδικώντας αποζημιώσεις περίπου 1,5 εκατομμύριο ευρώ από επτά συναδέλφους του ηθοποιούς, καθώς και από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, για τις εναντίον καταγγελίες ένα χρόνο πριν.
Ο Γιώργος Κιμούλης κατέθεσε δύο αγωγές, στις οποίες ισχυρίζεται ότι, όσα είχαν αναφέρει σε βάρος του ήταν ψεύδη, που τον έπληξαν ανεπανόρθωτα, τόσο σε ηθικό όσο και επαγγελματικό επίπεδο.
Στην πρώτη αγωγή στρέφεται κατά της Ζέτας Δούκα, γιά όσα είχε πει τον Ιανουάριο του 2021, όταν τον κατήγγειλε κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής συνέντευξής της για άσκηση σωματικής, λεκτικής και ψυχολογικής βίας, ενώ συνεργάζονταν στο θέατρο.
Με την ίδια αγωγή ο Γιώργος Κιμούλης στρέφεται κατά των συναδέλφων του Δώρας Χρυσικού και του Νίκου Ψαρρά και αξιώνει αποζημιώσεις για την ηθική αλλά και την επαγγελματική βλάβη, που, όπως υποστηρίζει, υπέστη, μετά την σε βάρος του καταγγελία.
Με τη δεύτερη αγωγή του ο ηθοποιός ζητάει αποζημιώσεις από το ΣΕΗ, τον πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου Πασχάλη Τσαρούχα, καθώς και από δύο ακόμη μέλη του, τους Τρύφωνα Ζάχαρη και Ιωάννη Παναγόπουλο, γιά τον .άδικο και «μη αμερόληπτο» χειρισμό της υπόθεσής του από μέρους τους.
Οι αγωγές κατατέθηκαν στο Πρωτοδικείο από το συνήγορο του, Βασίλη Καπερνάρο.
Στην αγωγή του ο Γιώργος Κιμούλης αρνείται κατηγορηματικά ότι κλώτσησε την Ζέτα. Δούκα στα παρασκήνια της παράστασης, αναφέροντας τα εξής: «Ουδείς λόγος υπήρχε για να βρίσω τόσο χυδαία και να χτυπήσω μια γυναίκα, μια συνάδελφο και μάλιστα με κλωτσιά στο στέρνο, ενώπιον μάλιστα τρίτων, μετά από την φράση «είσαι ο θιασάρχης, είσαι ο επικεφαλής της παράστασης». Και τούτο αφενός γιατί πράγματι ήμουν και αφετέρου διότι τούτο δε συνιστά μειωτικό της τιμής μου χαρακτηρισμό, ώστε να δικαιολογεί τέτοιο μένος και τέτοιο εκρηκτικό θυμό!».
Ο ηθοποιός αρνείται ότι άσκησε οποιαδήποτε λεκτική ή ψυχολογική βία και σημειώνει:
«Ουδέποτε έχω δημιουργήσει κλίμα φόβου και απαξίωση σε βάρος της πρώτης των εναγομένων (σ.σ. της κ. Δούκα), ουδέποτε έχω βρίσει την πρώτη των εναγομένων, ουδέποτε έχω ασκήσει σωματική, λεκτική ή ψυχολογική βία κατά αυτής, ουδέποτε έχω επιδείξει εις βάρος της απάνθρωπη, αντισυναδελφική ή καταχρηστική συμπεριφορά επί σκηνής, ούτε της έχω προκαλέσει οιανδήποτε βλάβη η ζημιά, όπως ψευδώς ισχυρίζεται».
Προσθέτει επίσης ότι: «Η οποιαδήποτε, δε, στιγμιαία ένταση στη σχέση μας στο πλαίσιο της δουλειάς μας, ουδέποτε υπερέβη τα ανεκτά από τον μέσο άνθρωπο όρια του και ουδέποτε ανέπτυξα ο ίδιος καταχρηστικές, παρενοχλητικές και συμπεριφορές εκτός των ορίων του νομού».
O ηθοποιός επικαλείται τη μαρτυρία του φροντιστή της παράστασης, ο οποίος είχε καταθέσει ότι, κανένας δεν είχε εκφράσει παράπονο και πως η συνεργασία του με τον Γιώργο Κιμούλη και τους εργαζόμενους -ηθοποιούς, τεχνικούς και τα λοιπά- ήταν πάρα πολύ καλή.
Σε ό,τι αφορά στην παράσταση στην οποία είχε αναφερθεί η Ζέτα Δούλα, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης επισημαίνει: «Η ως άνω παράσταση ανέβηκε στο θέατρο Αθηνών, κατά τη θεατρική περίοδο 2008-2009, δηλαδή, 13 χρόνια πριν από την ως άνω «καταγγελία». Την λέξη «καταγγελία» θέτω εντός εισαγωγικών, διότι ουδέποτε έγινε επίσημη καταγγελία εις βάρος μου από την ά των εναγομένων (σ.σ. την κυρία Δούκα), σε ουδεμία αρμόδια Αρχή, ουδεμία διαμαρτυρία, υπό οιανδήποτε μορφή, εκδηλώθηκε ποτέ από την ά των εναγομένων εναντίον μου και ουδεμία εξώδικη ή δικαστική όχληση είχα ποτέ εκ μέρους της για οποιοδήποτε ζήτημα και για οποιοδήποτε λόγο».
Tονίζει επίσης ότι, «η συντριπτική πλειονότης των ανθρώπων, με τους οποίους είχε συνεργαστεί, παρά την απρόσμενη και τεράστια διάσταση, που έλαβε το ζήτημα της δήθεν αντισυναδελφικής μου συμπεριφοράς, μετά την ανωτέρω καταγγελία, σε ουδεμία περίπτωση υποστήριξαν την επίθεση, που αναιτίως δέχθηκα εκ μέρους της α’ των εναγομένων (σ.σ. της κ. Δούκα)».
Όπως επιπλέον σημειώνει ο ηθοποιός: «Είναι δε αξιοσημείωτο ότι απέναντι στους συναδέλφους μου, που προέβησαν σε δημόσιες δηλώσεις σε βάρος μου, ήδη ισάριθμοι αυτόπτες μάρτυρες έσπευσαν να καταθέσουν υπέρ μου, καταρρίπτοντας έναν προς έναν όλους τους ισχυρισμούς περί καταχρηστικών εκτός ορίων, μη ανεκτών ή μη νόμιμων δήθεν συμπεριφορών μου».
Η αγωγή του Γιώργου Κιμούλη σε βάρος της Ζέτας Δούκα και των άλλων συναδέλφων τους, αφορά όσα είπαν εξεταζόμενοισ τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον του ΣΕΗ.
Ενδεικτικά, αναφέρει: «Όσα κατήγγειλε η ά των εναγομένων σε βάρος μου κατά τη διάρκεια της ανωτέρω τηλεοπτικής εκπομπής είναι απολύτως ψευδή, επιπλέον ψευδή είναι και όσα κατέθεσε δια του από 23.2.2021 μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Σ.Ε.Η. όπως ψευδής είναι και η προφορικής της κατάθεση ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Σ.Ε.Η. Ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα, είναι απολύτως συκοφαντικά, ανεπέρειστα, ανυπόστατα και κατασκευασμένα, ψευδολογήματα, γεγονός το οποίο η ά των εναγομένων γνώριζε κατά την στιγμή που κατέθετε, ωστόσο, με πλήρη επίγνωση, εκνόμως το έπραξε».
Με την αγωγή του ο Γιώργος Κιμούλης ζητεί συνολικό ποσόν 837.227,80 ευρω και αναλυτικά, τα παρακάτω:
Zητάει, να καταδικαστούν οι τρεις ηθοποιοί να του καταβάλλουν, συνολικο ποσόν 231.227, 80 ευρώ, γιά την περιουσιακή ζημιά, που υπέστη, ενώ επιπλέον διεκδικεί, για την ηθική βλάβη που όπως αναφέρει έχει υποστεί, από τη Ζέτα Δούκα 250.000 ευρώ, απο την . Δώρα Χρυσικού 125.000 ευρώ και από το Νίκο Ψαρρά 125.000 ευρώ.
Με τη δεύτερη αγωγή του ο ηθοποιός στρέφεται κατά του ΣΕΗ, του προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου, Πασχάλη Τσαρούχα, καθώς και δύο ακόμη μελών του πειθαρχικού του συμβουλίου, τους Τρύφωνα Ζάχαρη και Ιωάννη Παναγόπουλο.
Όπως αναφέρει, παρά το γεγονός ότι η κυρία Δούκα δεν έκανε πότε καταγγελία, για τα όσα ανέφερε εις βάρος του, εντούτοις στις 29.1.2021 το Διοικητικό Συμβούλιο του ΣΕΗ αποφάσισε «εσπευσμένα (τρεις μόλις ημέρες μετά την εμφάνιση της Ζέτας Δούκα στη τηλεόραση) δίκην εισαγγελίας», να τον καταγγείλει αυτεπάγγελτα και να τον παραπέμψει στο πειθαρχικό όργανο του Σωματείου.
Μάλιστα, όπως υποστηρίζει, η παραπομπή του έγινε μαζί με άλλον ηθοποιό, ο οποίος είχε καταγγελθεί για σεξουαλικές παρενοχλήσεις.
Ο κ. Κιμούλης κάνει λόγο για μεροληψία του ΣΕΗ προς το πρόσωπο του καθώς, όπως επισημαίνει, ο εισηγητής της υπόθεσης στο πειθαρχικό συμβούλιο κ. Ζάχαρης ελάμβανε «ξεκάθαρα θέση» με αναρτήσεις του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης υπέρ της «καταγγέλλουσας» Ζέτας Δούκα. Και αυτό συνέβη, όπως επισημαίνει, πριν καν ο ίδιος κληθεί σε απολογία από το ΣΕΗ και πριν εκδοθεί απόφαση για εκείνον.
Στην αγωγή του αναφέρεται και στον πρόεδρο του ΣΕΗ Σπύρο Μπιμπίλα, λέγοντας ότι: «Σε δεκάδες συνεντεύξεις, για το σχηματισμό εις βάρος μου εντυπώσεων, ξέθαψε δημοσίως την πληροφορία, ότι το 1998, δηλαδή πριν από 23 χρόνια, με είχαν διαγράψει από το Σωματείο. Παρέλειψε όμως να αναφέρει ότι ο λόγος της διαγραφής μου ήταν η παράταση της διάρκειας μιας πρόβας κατά ένα τέταρτο της ώρας (!), απόφαση η οποία ήταν άκυρη, καθώς δεν λήφθηκε, με την νόμιμη, σύμφωνα με το καταστατικό του ΣΕΗ απαρτία».
Σε άλλο σημείο υποστηρίζει ότι, εκτός του ότι δεν του χορηγήθηκαν αντίγραφα των πρακτικών και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για το πρόσωπό του, όταν εν τέλει τα έλαβε διαπίστωσε όπως λέει, ότι: «… δεν κλήθηκαν να καταθέσουν ενώπιον, του ως άνω, πειθαρχικού συμβουλίου μόνο μάρτυρες, όπως το τελευταίο με είχε ενημερώσει αλλά επρόκειτο για κλήση για προσωπική εμφάνιση και «συνομιλία» με τα μέλη του ως άνω πειθαρχικού συμβουλίου με την «καταγγέλλουσα κ. Ζέτα Δούκα. …Από τις ερωτήσεις των μελών του προς τους καταθέσαντες ενώπιον του και από το γενικότερο πνεύμα των απομαγνητοφωνημένων διαλόγων προκύπτει με βεβαιότητα ότι ο πραγματικός λόγος για τον οποίο κλήθηκαν τα ως άνω πρόσωπα να καταθέσου εκ νέου ενώπιον του ΣΕΗ ήταν η διόρθωση των αρχικών τους «καταγγελιών» καθ’ υπόδειξη των ίδιων των μελών του, ως άνω, πειθαρχικού συμβουλίου».
Το ίδιο ακριβώς συνέβη, υποστηρίζει ο ηθοποιός και με άλλη συνάδελφό του, η οποία είχε καταθέσει γραπτή καταγγελία εναντίον του στο ΣΕΗ.
Ο Γιώργος Κιμούλης κάνει λόγο, γιά «σκοπιμότητα και μεθοδευμένη ενέργεια των εναγομένων, να με διαβάλουν, να με εξευτελίσουν, να με εξοντώσουν επαγγελματικά και κυρίως ηθικά, προκειμένου να διασώσουν το αμφίβολο κύρος και να διαφημίσουν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης τη δήθεν αποτελεσματικότητα και εγκυρότητα της πραγματικά αίολης πειθαρχικής διαδικασίας, ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου το ΣΕΗ, προς ίδιον όφελος των εναγομένων και πάντως εις βάρος μου» και υπογραμμίζει ότι, «το κλίμα» μέσα στο οποίο εξετάστηκε η υπόθεση του ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου θυμίζει περισσότερο κλίμα συνοικιακού καφενείου παρά οργάνου απονομής δικαιοσύνης».
Στην αγωγή του επικαλείται τα σχετικά πρακτικά της συνεδρίασης του πειθαρχικού συμβουλίου του ΣΕΗ, αναφέροντας:
«Σκοπός της κατ΄ επανάληψης εξέτασης της υπόθεσής μου δεν ήταν η αποσαφήνιση θολών και δυσχερών σημείων επί των καταγγελιών» εναντίον μου ή επί των καταθέσεων των μαρτύρων για τον ασφαλή σχηματισμό της κρίσης των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου, περί της αλήθειας σχετικά με την τέλεση όσων πειθαρχικών παραβάσεων μου αποδίδονται, όπως ορίζει ο νόμος αλλά ή με μεθοδευμένο τρόπο παράθεση των γεγονότων από τους «καταγγέλλοντες» και τους μάρτυρές τους, ώστε να μη μπορεί να αμφισβητηθεί το κύρος της, υπό έκδοση, δυσμενούς επικείμενης εναντίον μου απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου».
Το αποτέλεσμα όλων αυτών, καταλήγει ο ηθοποιός ήταν να πληγεί ο ίδιος επαγγελματικά καθώς διεκόπη κάθε συνεργασία του και ο ίδιος να αντιμετωπίσει οικονομικό και βιοποριστικό πρόβλημα.
«Μέχρι τότε», όπως επισημαίνει οι «καταγγελίες» σε βάρος του λειτουργούσαν μόνο στο επίπεδο της αναπόδεικτης φήμης. Όμως, η καταγγελία σε βάρος του από το ΣΕΗ λειτούργησε στην δημόσια σφαίρα στην πραγματικότητα ως έμμεση επιβεβαίωση των φημών αυτών.
Υποστηρίζει ότι υπέστη περιουσιακή ζημία ύψους 231.227,80 ευρώ καθώς του αφαιρέθηκε η δυνατότητα να εργαστεί.
«Είναι απολύτως βέβαιο», τονίζει ότι «οι, ως άνω, άδικοι, συκοφαντικοί και υβριστικοί χαρακτηρισμοί που μου αποδόθηκαν από τους καταγγέλλοντες και οι οποίο δεν έχουν εισέτι οδηγήσει σε απαλλακτική απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου του ΣΕΗ έχουν εισχωρήσει τόσο βαθιά στον ψυχισμό του θεατρικού κοινού, που θα συνεχίζουν επί μακρόν να πλήττουν την εικόνα μου και το αίσθημα εμπιστοσύνης των θεατών, των συναδέλφων μου ηθοποιών και σκηνοθετών, των τεχνικών, των θεατρικών και κινηματογραφικών παραγογών προς το πρόσωπό μου που με τόσο κόπο κατάφερα να κερδίσω κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης και επιτυχημένης, έως τώρα, πορείας μου στο χώρο ιδίως του θεάτρου και στο απώτερο μέλλον»..
Με την αγωγή αυτή διεκδικεί αποζημίωση ύψους 100.000 ευρώ από το ΣΕΗ και 50.000 ευρώ από το καθένα από τα τρία μέλη του. Επιπλέον, διεκδικεί αποζημίωση ύψους 231.227,80 ευρώ για την περιουσιακή ζημία, την οποία όπως υποστηρίζει ότι υπέστη.