Μεγαλύτερη ηλικία, σοβαρή αναπνευστική ανεπάρκεια και δύο εργαστηριακοί δείκτες που υποδηλώνουν το μέγεθος της φλεγμονής είναι οι τρεις κύριοι παράγοντες που επηρέασαν την έκβαση της υγείας των ασθενών που νοσηλεύτηκαν με κορωνοϊό στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων στα δύο πρώτα χρόνια της πανδημίας.
Αυτό προκύπτει από μελέτη επιστημόνων του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και της Μονάδας Λοιμωδών του πανεπιστημίου, οι οποίοι έχουν αναπτύξει και διατηρούν τη μοναδική για τα ελληνικά δεδομένα βιοτράπεζα δειγμάτων αίματος από 1.000 και πλέον ασθενείς Covid.
Τα αποτελέσματα της μελέτης σε 681 ασθενείς που νοσηλεύτηκαν από την έναρξη της πανδημίας ως το τέλος του 2021, επιβεβαιώνουν την βιβλιογραφία σε ό,τι αφορά τη συσχέτιση των κυριότερων κλινικών χαρακτηριστικών ασθενών με τον κίνδυνο διασωλήνωσης ή θανάτου.Μιλώντας στο iatronet.gr, η παθολόγος, κύρια ερευνήτρια της μελέτης, Ηρώ Ράπτη, και ο επιδημιολόγος, αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Κωνσταντίνος Τσιλίδης, ερμηνεύουν κάποια -αναμενόμενα και μη- ευρήματα.
Η ταυτότητα της μελέτης
Στη μελέτη αξιολογήθηκε ο βαθμός συσχέτισης διάφορων παραγόντων με την βαρύτητα νόσησης συνολικά 681 ασθενών που νοσηλεύτηκαν με COVID στην εξεταζόμενη περίοδο (Μάρτιος 2020 – Δεκέμβριος 2021). Δημογραφικά στοιχεία, υποκείμενες συννοσηρότητες, κλινική εικόνα, βιοχημικοί δείκτες, ακτινολογικά ευρήματα, φαρμακευτική θεραπεία και άλλοι παράγοντες μπήκαν στο «μικροσκόπιο» των ερευνητών και συναξιολογήθηκαν στο πλαίσιο μιας συνολικής προσέγγισης.
Ο μέσος όρος ηλικίας των ασθενών ήταν τα 62,8 έτη και το 57% ήταν άνδρες. Ο Δείκτης Μάζας Σώματος ήταν 29,4 κατά μέσο όρο.
Στη μεγάλη τους πλειονότητα (95%) οι ασθενείς ήταν ανεμβολίαστοι, ενώ το 88% ανέφερε κάποια συννοσηρότητα, με κυριότερες την υπέρταση (45%), την καρδιαγγειακή νόσο (19%) και ο σακχαρώδης διαβήτης (21%). Τα κυριότερα συμπτώματα που εμφάνιζαν κατά τη νοσηλεία τους ήτα ο πυρετός (81%), ο βήχας (50%) και η δύσπνοια (27%). Η διάμεση διάρκεια των συμπτωμάτων πριν τη νοσηλεία ήταν 7 ημέρες.
Η μέση διάρκεια νοσηλείας ήταν 11 μέρες, ενώ τα θεραπευτικά σχήματα που χρησιμοποιήθηκαν περιελάμβαναν κορτικοστεροειδή (n=512, 76%), ρεμδεσιβίρη (n=327, 54%) και tocilizumab (n=97, 15%).
Σε ό,τι αφορά την έκβαση, 55 ασθενείς (8%) διασωληνώθηκαν και 86 (13%) έφυγαν από τη ζωή.
Οι τρεις επιβαρυντικοί παράγοντες
Η ανάλυση, όπως ήταν αναμενόμενο, έδειξε σημαντική θετική συσχέτιση της βαριάς νόσησης (διασωλήνωσης ή θανάτου) με τρεις κύριους παράγοντες: Τη μεγαλύτερη ηλικία, την σοβαρή αναπνευστική ανεπάρκεια, αλλά και δύο εργαστηριακούς δείκτες που φανερώνουν το μέγεθος της φλεγμονώδους αντίδρασης: υψηλότερη γαλακτική αφυδρογονάση και χαμηλότερος αριθμός λεμφοκυττάρων).
Αντίθετα, δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση με συννοσηρότητες όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, ο καρκίνος και η παχυσαρκία, ενώ προέκυψε αρνητική συσχέτιση με την αρτηριακή υπέρταση. Οι ερευνητές έχουν την ερμηνεία: «Αυτά τα αποτελέσματα εμφανίστηκαν σε κάποιες περιγραφικές αναλύσεις, αλλά δεν επιβίωναν της διόρθωσης.
Δεν επιβεβαιώθηκαν όταν βάλαμε όλες τις μεταβλητές στο τελικό στατιστικό μοντέλο», εξηγεί στο iatronet.gr ο αναπληρωτής καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Κωνσταντίνος Τσιλίδης και προσθέτει: «Το κύριο εύρημα της μελέτης, που είναι επιβεβαιωτικό, είναι πως άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, με μεγαλύτερα ποσοστά φλεγμονής και με χειρότερη αναπνευστική λειτουργία είχαν και τις μεγαλύτερες πιθανότητες να πάθουν σοβαρές επιπλοκές ή να πεθάνουν».
Άλλο αξιοσημείωτο εύρημα είναι η συσχέτιση της διασωλήνωσης ή/και του θανάτου με την λήψη κορτικοστεροειδών και tocilizumab. Κι εδώ υπάρχει εξήγηση: «Πρόκειται για αγωγή που χρησιμοποιείται σε ενδονοσοκομειακούς ασθενείς και σε ασθενείς με αναπνευστική ανεπάρκεια.
Εξ ορισμού δηλαδή χορηγήθηκαν σε ασθενείς με βαρύτερη προσβολή, χαμηλότερο κορεσμό οξυγόνου και σοβαρότερη αναπνευστική ανεπάρκεια», εξηγεί η Ηρώ Ράπτη, επικουρικός παθολόγος στην Παθολογική Κλινική και στη Μονάδα Λοιμωδών του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, και προσθέτει: «Κατά κάποιον τρόπο δηλαδή η συσχέτιση που βλέπουμε αντανακλά ακριβώς αυτή τη βαρύτητα της νόσου, καθώς χορηγήθηκαν σε ασθενείς που είχαν ούτως ή άλλως μεγαλύτερο κίνδυνο διασωλήνωσης και θανάτου».