Ήταν ένας Βόλος αλλιώτικος και διαφορετικός στα τέλη της δεκαετίας του ΄50 μέχρι και τα τέλη ’60. Μία πόλη που καμιά σχέση δεν έχει με το σήμερα.
Ο κόσμος χωρισμένος τότε σε δύο κοινωνικές τάξεις, τους ντόπιους με την οικονομική ευμάρεια και τους πρόσφυγες από την Μικρά Ασία που αποτελούσαν το εξαιρετικά δυναμικό στοιχείο μιας ραγδαία βιομηχανικά αναπτυσσόμενης πόλης. Και ο κόσμος έπρεπε να μετακινηθεί από τα προάστια και τις παρυφές ως το κέντρο.
Ο τρόπος ήταν ένας, καθώς οι αποστάσεις μεγάλωναν και το «ποδαράτο» κούραζε πλέον μικρούς και μεγάλους. Οι συγκοινωνίες με τα λεωφορεία της εποχής ήταν η ενδεδειγμένη λύση.
Ο Βόλος, στην ουσία μία πόλη επίπεδη και με άρτιο ρυμοτομικό σχέδιο, ήταν το πρότυπο της ανάπτυξης αστικών συγκοινωνιών. Άλλωστε από τις αρχές του περασμένου αιώνα ο περίφημος «Μουτζούρης» έπαιζε έναν ουσιώδη ρόλο, ως αστικό τραμ, μέσα στον κεντρικό ιστό της πόλης, αφού ξεκινούσε από τον σιδηροδρομικό σταθμό και έφθανε ως τον Άναυρο, περνώντας μέσα από τις κεντρικότερες οδούς. Το υπόλοιπο κομμάτι μέχρι την Αγριά, τα Λεχώνια και τις Μηλιές ήταν ένα τμήμα του σιδηρόδρομου του Πηλίου που εξυπηρετούσε «μακρινές» για την εποχή περιοχές.
Έτσι άρχισαν τα αστικά λεωφορεία να καθιερώνονται και στον Βόλο, όπως είχε γίνει και στις άλλες δύο μεγάλες πόλεις, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Στον Βόλο υπήρχαν λεωφορεία από την δεκαετία του ’30, αλλά οργανωμένη λειτουργία έγινε στα τέλη του ’50. Ήταν ιδιωτικά και υπερσύγχρονα, αυτόματες πόρτες μπρος και πίσω, με θέση εισπράκτορα στα δεξιά της πίσω πόρτας και διέθεταν και ηλεκτρικά κουδούνια για να προειδοποιούν οι επιβάτες σε ποιά στάση θέλουν να κατέβουν.
Ο Άναυρος στη δεκαετία του ’50, αλλά και η κεντρική παραλία στο λιμάνι ήταν οι δύο μεγάλες αφετηρίες που ξεκινούσαν οι πολλές λεωφορειακές γραμμές, με τους οδηγούς της εποχής να φορούν πηλίκια αλλά και συγκεκριμένη στολή, κάτι βέβαια που ισχύει και σήμερα αλλά σε πολύ πιο σύγχρονο επίπεδο. Από τη δεκαετία του ’50 οι Αστικές Συγκοινωνίες του Βόλου πήραν νομική μορφή και οργανώθηκαν σε σωστές βάσεις οι επιβατικές μεταφορές, καλύπτοντας όλο το πολεοδομικό συγκρότημα του Βόλου με περισσότερες από 550 στάσεις.
Την δεκαετία του ’60, ο κόσμος συνωστιζόταν στις στάσεις για να πάει στο κέντρο ή στο «νυφοπάζαρο» της εποχής που ήταν η παραλία. Τότε οι οδηγοί ήταν οι «κουμανταδόροι» πόσοι θα μπουν στο λεωφορείο και οι εισπράκτορες πόσους θα αφήσουν «απέξω» γιατί ο συνωστισμός ήταν απίστευτος και οι επιβάτες ήταν στριμωγμένοι σαν σαρδέλες.
Ο πρόεδρος της εταιρείας Νίκος Ευαγγελινός μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ είπε χαρακτηριστικά ότι «το εισιτήριο ήταν δύο κατηγοριών μέσα στην πόλη. Ως την στάση Ιωλκού ήταν τα κόκκινα εισιτήρια που κόστιζαν 1 δραχμή και για όσους θα συνέχιζαν το κόστος ανέβαινε στη 1,20 δραχμή. Όλοι οι παλιοί θα θυμούνται τους εισπράκτορες να φωνάζουν στην στάση Ιωλκού, «τα κόκκινα εισιτήρια τέρμα» και τα ασφυκτικά γεμάτα λεωφορεία σχεδόν άδειαζαν, ώστε ο κόσμος να περπατήσει λίγο περισσότερο και να κερδίσει τις 20 δεκάρες που θα χρησίμευαν σε κάτι άλλο. Άλλωστε αμέσως μετά, ανέβαιναν στα λεωφορεία και ελεγκτές που ήλεγχαν τους επιβάτες».
Ήταν οι εποχές που τα πιτσιρίκια με φουσκωμένα τα σωσίβια και τις κουλούρες έμπαιναν στα λεωφορεία για να φτάσουν ως τον Άναυρο και να ξεχυθούν με μανάδες και γιαγιάδες μπροστά στην «Αύρα», το «Ακταίον» και την «Καλλιθέα» για το μπάνιο τους. Ιδρωμένοι μικροί και μεγάλοι φώναζαν, τσίριζαν και σπρώχνονταν για το ποιος θα πρωτομπεί στα λεωφορεία και να πιάσει θέση… Άλλες εποχές, άλλες ανάγκες.
Τότε οι νέοι με κάποια οικονομική άνεση, πήγαιναν για μπάνιο στις Αλυκές και κυρίως στου Θεοδώρου (μετέπειτα πλαζ του ΕΟΤ) ή και ως την «Κυανή Ακτή» του Φουντούλη. Το εισιτήριο για τα λεωφορεία της γραμμής 6 Προβολής-Αλυκές ήταν 1,5 δραχμή. Ακριβό αλλά αναγκαίο για το νεαρόκοσμο της εποχής και τα λεωφορεία ασφυκτικά γεμάτα.
Οι Αστικές Συγκοινωνίες Βόλου, όπως ονομάζονται σήμερα εξυπηρετούν τους περίπου 200.000 κατοίκους της πρωτεύουσας της Μαγνησίας, και διαθέτουν ένα εξαιρετικό αρχείο φωτογραφιών από τα παλιά κλασικά λεωφορεία.
Ο πρόεδρος της εταιρείας Νίκος Ευαγγελινός, κατάφερε να συγκεντρώσει αρχειακό υλικό, αλλά δεν υπάρχουν εν ζωή οδηγοί εκείνης της εποχής. Είναι στόχος πάντως, να δημιουργηθεί κάποιος χώρος με τη μορφή μουσείου, και όσα απομεινάρια από παλιά λεωφορεία υπάρχουν να μεταφερθούν εκεί.