Το 1910, ο πρώην πρόεδρος Θίοντορ Ρούσβελτ προειδοποίησε ότι «μια μικρή τάξη εξαιρετικά πλούσιων και οικονομικά ισχυρών ανδρών, των οποίων ο κύριος στόχος είναι να κρατήσουν και να αυξήσουν τη δύναμή τους» θα μπορούσε να καταστρέψει την αμερικανική δημοκρατία.
Η απάντησή του, ήταν να φορολογήσει τον πλούτο. Ο φόρος ακίνητης περιουσίας θεσπίστηκε το 1916 και ο φόρος υπεραξίας το 1922.
Από τότε, οι πλούσιοι έχουν συσσωρεύσει ακόμη μεγαλύτερο πλούτο, και περισσότερη πολιτική δύναμη – που την χρησιμοποίησαν για να μειώσουν τους φόρους τους.
Σύμφωνα με μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών, αύξησε το μερίδιό του στον συνολικό εθνικό πλούτο των ΗΠΑ, από 27% σε 34% την περίοδο μεταξύ 1989 και 2019.
Οι οικογένειες που ανήκουν στο χαμηλότερο μισό της αμερικανικής οικονομίας κατέχουν πλέον μόλις το 2%.
Πώς όμως δικαιολογούν οι μεγιστάνες τον πλούτο τους και τους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές τους; «Χρησιμοποιώντας τρεις μύθους – όλοι τους είναι σκουπίδια», λέει ο Ρόμπερτ Ράιχ, πρώην υπουργός Εργασίας των ΗΠΑ, καθηγητής δημόσιας πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ και συγγραφέας.
Σε άρθρο του στον Guardian αναλύει την αλήθεια πίσω από τους μύθους.
Μύθος πρώτος
Οι δισεκατομμυριούχοι (και οι απολογητές τους) ισχυρίζονται ότι ο πλούτος τους μοιράζεται σε όλους, καθώς τον επενδύουν και δημιουργούν θέσεις εργασίας.
Ωστόσο, για περισσότερα από 40 χρόνια, και ενώ ο πλούτος τους έχει εκτοξευθεί στα ύψη, σχεδόν τίποτα δεν μοιράστηκε στον κόσμος. Ο διάμεσος μισθός ενός Αμερικανού σήμερα – προσαρμοσμένος στον πληθωρισμό – είναι μετά βίας υψηλότερος από ό,τι πριν από τέσσερις δεκαετίες.
Στην πραγματικότητα, οι μεγιστάνες δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας ούτε αυξάνουν τους μισθούς, γράφει ο Ράιχ. Αντίθετα, θέσεις εργασίας δημιουργούνται όταν οι μέσοι εργαζόμενοι κερδίζουν αρκετά χρήματα για να αγοράσουν όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες που παράγουν, ωθώντας τις εταιρείες να προσλάβουν ακόμη περισσότερους, και με ακόμη υψηλότερους μισθούς.
Μύθος δεύτερος
Ισχυρίζονται ότι ανταμείβονται από την ελεύθερη αγορά για την παραγωγή αγαθών που οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν.
Ανοησίες, λέει ο Ράιχ, Ακόμα κι αν το γεγονός αυτό τους «ανταμείβει» δεν υπάρχει λόγος αυτή η ανταμοιβή να είναι υπερπολλαπλάσια σε σχέση με το παρελθόν.
Η ελεύθερη αγορά μπορεί να δημιουργήσει επιτεύγματα και επενδύσεις εκατομμυρίων δολαρίων – όχι όμως δισεκατομμυρίων.
Στην πραγματικότητα, οι εξαιρετικά πλούσιοι έχουν στήσει τη λεγόμενη «ελεύθερη αγορά» στις ΗΠΑ για δικό τους όφελος.
Παράλληλα, οι συνεισφορές τους στις προεκλογικές εκστρατείες έχουν εκτοξευθεί από ένα τα 31 εκατομμύρια δολάρια στις εκλογές του 2010, σε 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση, αύξηση σχεδόν 40 φορές επάνω.
Τι πήραν για αντάλλαγμα; Φορολογικές περικοπές, ελευθερία να χτυπούν τα συνδικάτα και να μονοπωλούν τις αγορές και τα κρατικά προγράμματα διάσωσης, ενώ πλουτίζουν ακόμη περισσότερο από τις ιδιωτικοποιήσεις και την απορρύθμιση των οικονομιών.
Μύθος τρίτος
Εμφανίζονται ως «αυτοδημιούργητοι», που όλα τα έκαναν μόνοι τους και επομένως αξίζουν τα λεφτά τους.
H αλήθεια είναι πως 6 στους 10 πλουσιότερους Αμερικανούς είναι κληρονόμοι της περιουσίας των πλούσιων προγόνων τους.
Άλλοι παλι, είχαν το πλεονέκτημα να τους βοηθήσουν οι γονείς τους, όπως για παράδειγμα ο Τζεφ Μπέζος.
Η μητέρα του Μπιλ Γκέιτς χρησιμοποίησε τις επιχειρηματικές της συνδέσεις για να συνάψει συμφωνία λογισμικού με την IBM που έφερε τη Microsoft.
Ο Έλον Μασκ προερχόταν από μια οικογένεια που φέρεται να είχε μετοχές ορυχείου σμαραγδιών στη νότια Αφρική.
«Μην πέφτετε στην παγίδα αυτών των μύθων λέει ο Ράιχ.
Η λεγόμενη ελεύθερη αγορά έχει διαστρεβλωθεί από τους δισεκατομυριούχους.
Μην τους θεωρείτε ως ανώτερους «αυτοδημιούργητους» ανθρώπους που αξίζουν τα δισεκατομμύρια τους. Ήταν τυχεροί και είχαν διασυνδέσεις.
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τη σημερινή εξαιρετική συγκέντρωση πλούτου στην κορυφή. Διαστρεβλώνει την πολιτική μας, νοθεύει τις αγορές και παρέχει πρωτοφανή εξουσία σε μια χούφτα ανθρώπων.
Πρέπει να καταλάβουμε αυτό που εντόπισε ο Ρούσβελτ – και να δράσουμε», καταλήγει ο Ράιχ.