Μεσολαβεί ένας μήνας για το εμπορικό γεγονός της Black Friday, την τελευταία Παρασκευή του Νοεμβρίου, που πέφτει φέτος 25 του μήνα, αλλά οι λιανέμποροι ετοιμάζονται ήδη για το «ξεστοκάρισμα» της χρονιάς.
Δοκιμάζουν τις αντοχές των συστημάτων τους, τα λεγόμενα stress test σε μια σειρά από λειτουργίες, ώστε να είναι ανθεκτικοί στην πολλή δουλειά που περιμένουν. Αν ευοδωθούν οι προσδοκίες των επιχειρηματιών, η ζήτηση φέτος αναμένεται μεγαλύτερη και διευρυμένη σε όλους τους κλάδους και όχι κυρίως σε ηλεκτρονικά-ηλεκτρικά είδη, όπως συμβαίνει κατά παράδοση.
Η «κόπωση» στα non-tech προϊόντα
Όπως σημειώνει στο Euro2day.gr ο Θοδωρής Καπράλος, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιά (ΕΣΠ) και Β’ Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), τα τελευταία 2-3 χρόνια είχε διαπιστωθεί μια «κόπωση» των καταναλωτών για τη Black Friday, αναφερόμενος κυρίως στις επιδόσεις επιχειρήσεων από κλάδους εκτός προϊόντων τεχνολογίας και ηλεκτρονικών ειδών.
Όπως εξηγεί, η ζήτηση «εκτονωνόταν» κατά την προηγούμενη περίοδο των εκπτώσεων. Οπότε φέτος που δεν θα υπάρχουν ενδιάμεσες εκπτώσεις και επιπλέον δεν θα υπάρχουν και οι περιορισμοί της πανδημίας προβλέπεται μεγαλύτερη κινητικότητα στην αγορά συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια κι επιπλέον αναμένεται να ευνοηθούν και κατηγορίες ελαστικές στη ζήτηση, όπως π.χ. από τον κλάδο της ένδυσης που βάλλονται πρώτοι σε περιόδους κρίσης, όταν αλλάζουν οι προτεραιότητες των καταναλωτών.
Αυτό περιμένει η αγορά την τελευταία Παρασκευή του Νοεμβρίου και προετοιμάζεται αναλόγως. «Ο θεσμός ήρθε για να μείνει και οι επιχειρήσεις θα κάνουν το καλύτερο δυνατό για να προσελκύσουν τους καταναλωτές. Εξάλλου αυτό προσπαθούν το τελευταίο διάστημα κρατώντας τις τιμές χαμηλά και τους καταναλωτές κοντά τους», σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Καπράλος.
Προσιτές τιμές παρά τα κόστη των εμπόρων
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται από τον εμπορικό κόσμο για να διατηρηθούν οι τιμές σε προσιτά επίπεδα και όπως τονίζει ο κ. Καπράλος, οι σημερινές συνθήκες δεν αφήνουν περιθώρια για πρακτικές παρουσίασης «εικονικών τιμών», με αυξήσεις, για να παρουσιάσουν μετά πιο ελκυστικές τιμές. Αναφέρει ως παράδειγμα ότι ένα εισαγόμενο προϊόν, π.χ. στην ένδυση, που αγοράστηκε με δολάρια, έχει δεχθεί τρεις μεγάλες αυξήσεις σε σχέση με το 2019: η μία φτάνει σχεδόν 25% λόγω της πτώσης του ευρώ έναντι του δολαρίου, μια άλλη αφορά το τεράστιο μεταφορικό κόστος που φτάνει ακόμη και το πενταπλάσιο σε ορισμένες περιπτώσεις και μια τρίτη αύξηση έρχεται από τη διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας, της τάξης του 20-40% ως απόλυτη τιμή αγοράς.
Σύμφωνα με τον κ. Καπράλο, οι αυξήσεις αυτές καταδεικνύουν ότι οι τιμές στις οποίες αγοράζει μια επιχείρηση σε σχέση με το 2019 φτάνουν ή και ξεπερνούν το 50%. Άρα, το γεγονός ότι αυτές οι ανατιμήσεις δεν φτάνουν στην αγορά δείχνει ότι ο εμπορικός κόσμος απορροφά τους κραδασμούς.