Kάθειρξη 6 ετών με αναστολή επέβαλε το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων στον 50χρονο ελαιοχρωματιστή, Γιώργο Σαρματζόπουλο, δράστη της κλοπής έργων τέχνης αμύθητης αξίας από την Εθνική Πινακοθήκη το 2012.
Ο 50χρονος ελαιοχρωματιστής που επί μία δεκαετία παρέμενε ασύλληπτος , ομολόγησε τελικά το 2021, ότι είναι ο δράστης της κλοπής του πίνακα που δώρισε στον ελληνικό λαό ο Πικάσσο «Γυναικείο Κεφάλι» , του έργου «Μύλος» του Piet Mondrian του 1905 και ενός σχεδίου θρησκευτικού θέματος που αποδίδεται στον Guglielmo Caccia (Moncalvo) του 17ου αιώνα. Ο κατηγορούμενος που ισχυρίζεται πως από αγάπη για την Τέχνη έκλεψε τα τρία έργα, παρέδωσε με την σύλληψη του, το 2021, στις αρχές τους δύο πρώτους πίνακες, ενώ το σχέδιο υποστήριξε ότι καταστράφηκε.
Ο ελαιοχρωματιστής κρίθηκε ένοχος, με αντίστοιχη πρόταση του Εισαγγελέα Έδρας Κωνσταντίνου Σιμιτζόγλου, για διακεκριμένη περίπτωσης κλοπής, τετελεσμένη και σε απόπειρα πραγμάτων καλλιτεχνικής αξίας που βρίσκονταν σε συλλογή εκτεθειμένη σε κοινή θέα σε δημόσιο οίκημα . Το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη και χορήγησε αναστολή στην έφεση του με όρο την ηλεκτρονική επιτήρηση του με συσκευή γεωεντοπισμού ( βραχιολάκι) και την απαγόρευση απομάκρυνσης από την οικία του πέραν των 3 χιλιομέτρων. Μέχρι την σημερινή δίκη ο 50χρονος φορούσε ήταν ελεύθερος με βραχιολάκι, μετά από έναν χρόνο προσωρινής κράτησης για την υπόθεση.
Στο δικαστήριο κατέθεσαν μάρτυρες από το Μουσείο Εικαστικών Τεχνών, οι τότε φύλακες του χώρου, ο τεχνικός ασφαλείας της εταιρίας συναγερμού , ειδικός στην συντήρηση έργων Τέχνης , καθώς και ο δικηγόρος συλλέκτης έργων Τέχνης κ. Γκαρίπης.
Η Διευθύντρια Συλλογών του Μουσείου Ευτυχία Αγαθονίκου είπε στο δικαστήριο πως η αξία του πίνακα που ο Πικάσο δώρισε στον ελληνικό λαό για την αντίσταση του στον φασισμό , είχε αποτιμηθεί στα 2 εκατομμύρια ευρώ , ο πίνακας του Μοντριάν στις 200 χιλιάδες ευρώ και το σχέδιο του Μονκάλβο στα 1000 ευρώ. Η μάρτυρας είπε πως τα έργα υπέστησαν ζημιές που δεν φαίνονται με γυμνό μάτι: «Η μη αναστρέψιμη ζημιά φάνηκε στον έλεγχο. Υπήρξε ζημιά στη συνοχή των χρωμάτων. Πρέπει να είναι σε ειδικές συνθήκες για να μην επέλθει ζημιά, αυτά τα έργα» .
Ο δικηγόρος και συλλέκτης έργων Τέχνης Στέλιος Γκαρίπης κατέθεσε στο δικαστήριο πως θεωρεί ότι «Ο κατηγορούμενος δεν είναι ένας ελαιοχρωματιστής! Είναι μέλος διεθνούς κυκλώματος. Επικοινώνησε μαζί μου Ολλανδός ντετέκτιβ και μου είπε ότι έχει πολλές πληροφορίες γι’ αυτόν.. Δεν ήταν συμπτωματικό ότι επιστράφησαν δύο έργα. Το σχέδιο που υποτίθεται πως καταστράφηκε, είχε ακουστεί ότι εμφανίστηκε προς πώληση στην Φλωρεντία. Απευθύνθηκα στην Εθνική Πινακοθήκη να δω σε τι ενέργειες είχαν προβεί. Το πιο απλό ήταν να στείλουν έγγραφα και να δουν ποιος παρέλαβε το έργο. Διότι αυτό δεν πουλήθηκε. Δεν έκαναν τίποτα. Έγινε εν συνεχεία ταυτοποίηση από ξένους ειδικούς που είπαν ότι πρόκειται σίγουρα για το ίδιο έργο. Από τη Πινακοθήκη δεν έκαναν τίποτα.. Πήγαν από τη Πινακοθήκη στη Φλωρεντία να δουν το έργο αν είναι πλαστό; Να πάνε στον Οίκο;»
Απολογούμενος ο ελαιοχρωματιστής περιέγραψε πώς εισήλθε στο Μουσείο μετά από παρακολούθηση έξι μηνών ,τονίζοντας πως τα μέτρα ήταν ελλειπή και πως δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτε άλλο παρά να «κουράσει» με την ενεργοποίηση του συναγερμού που προκάλεσε τον μοναδικό φύλακα που είχε βάρδια: «Η κλοπή ήταν τόσο απλή και χαζή που κανείς δε μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό θα συνέβαινε από έναν απλό πολίτη. Είχε ένα φύλακα ενώ έπρεπε να έχει πέντε» είπε. «Έσπασα ένα τζαμάκι κι έφτασα σε ένα σημείο. Μέσα σε 4 ώρες που χτυπούσε ο συναγερμός ο φύλακας ανεβοκατέβαινε συνεχώς. Το έκανα μέχρι να κουραστεί και να κατέβει κάτω. Κάποια λεπτά αργότερα, πήγα με τα οικοδομικά εργαλεία να παραβιάσω την πόρτα. Ήταν ξεκλείδωτη! Γι’ αυτό δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης».
Ο 50χρονος ζήτησε «συγγνώμη από τον ελληνικό λαό για τα τρία έργα που αφαίρεσα» και απάντησε στις ερωτήσεις της προέδρου τόσο για το πως αναζήτησε τον Πικάσο όσο και για το πως καταστράφηκε το σχέδιο του Μονκάλβο. Είπε πως επειδή τρόμαξε όταν έπεσε μία γυψοσανίδα με πίνακες έφυγε από τον χώρο και μετακινήθηκε στον πάνω όροφο όπου «είδα ένα πίνακα που δεν ήταν δεμένος. Είδα ότι δεν είχε έρθει κανείς. Περιεργάστηκα το έργο και διαπίστωσα ότι ήταν Πικάσο. Ξεκρέμασα τον πίνακα. Τον έβαλα στο σάκο. Πήρα άλλον έναν πίνακα. Είδα ένα ωραίο δημιούργημα, το αφαίρεσα, το έβαλα κι αυτό στο σάκο. Δεν ήξερα τον Μοντριάν. Ξαφνικά ακούω να φωνάζει κάποιος «κλέφτη! Κλέφτη!». Ο φύλακας που είπε ότι με κυνήγησε δε λέει αλήθεια, δεν χώραγε να περάσει!»
Ο κατηγορούμενος είπε πως επιχειρώντας να μαζέψει έναν ακόμη πίνακα, κόπηκε και χρησιμοποίησε το σχέδιο του Μονκάλβο για να σκουπίσει τα αίματα .