Ο 20χρονος Ανδρέας, επιζήσας του τραγικού δυστυχήματος στα Τέμπη περιγράφει τη στιγμή της σύγκρουσης, τις σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό του και τις δύσκολες μέρες που ακολούθησαν
Στο Via Miniatura, το στέκι του Ανδρέα στον Βύρωνα, όπου για το προσωπικό ο 20χρονος είναι κάτι σαν ήρωας εν καιρώ ειρήνης – τίτλο που ο ίδιος δεν αποδέχεται, «είναι αυτονόητο αυτό που έκανα, ήταν καθήκον μου να βοηθήσω συνανθρώπους μου», επαναλαμβάνει -, όσοι τον ξέρουν πλησιάζουν για ένα high five ή ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη.
«Καλά είσαι, αγόρι μου;», τον ρωτούν σαν να μην πιστεύουν στα μάτια τους που βγήκε αλώβητος μέσα από την κόλαση των Τεμπών. Η συζήτηση που θα ακολουθούσε, όταν βρεθήκαμε πλέον οι δυο μας σε μια ροτόντα στο βάθος του καταστήματος, έμοιαζε διάλογος σε τεντωμένο σκοινί, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Ανδρέας δεν λύγισε λεπτό.
Oσο κι αν οι συσπάσεις στο σαγόνι του μαρτυρούσαν τον πόνο που ένιωθε μέσα του, όσο κι αν τα μάτια του θόλωναν διαρκώς, εκείνος δεν άφηνε τη συγκίνηση να τον νικήσει. Oπως θα μου έλεγε αργότερα, «από εκείνη την ημέρα μέχρι και σήμερα, δάκρυ από τα μάτια μου δεν έχει στάξει», παρότι παραδέχθηκε ότι έχει σκοπό να επισκεφθεί ειδικό προσθέτοντας πως «μόνο καλό θα μου κάνει, δεν είναι κάτι μικρό αυτό που έγινε, είμαι κι εγώ ένα από τα θύματα».
Λίγο πριν αρχίσουμε κι επίσημα το γεύμα μας, που περιελάμβανε μόνο ένα πιάτο στη μέση, το οποίο ο ίδιος άγγιξε ελάχιστα («δεν μπορώ να κοιμηθώ και δεν μπορώ να φάω αυτές τις μέρες γιατί νιώθω ότι δεν το έχω ανάγκη, ίσως να νιώθω τύψεις που επέζησα», μου εκμυστηρεύθηκε στο τέλος), σε μια πρώτη αναγνωριστική κουβέντα θα μου φανέρωνε όλα τα κομματάκια του παζλ που συνθέτουν την προσωπικότητα του νεαρού εκείνου που η ελληνική κοινωνία γνώρισε ως έναν από τους σωτήρες των Τεμπών.
Στην οικογένεια έχει το παρατσούκλι «Λόρδος», για τους καλούς του τρόπους και την ψυχραιμία που πάντα επιδεικνύει μπροστά στα δύσκολα. Υπερπροστατευτικός με τη μικρή του αδερφή στις γειτονιές του Βύρωνα όπου μεγάλωσαν. Από τους γονείς του, τον οικοδόμο πατέρα του και τη μητέρα του που φροντίζει ένα παιδί ΑμεΑ, έμαθε να είναι πρώτα από όλα άνθρωπος.
«Πάντα υπήρχε αλληλεγγύη και φιλότιμο στην οικογένειά μας κι έτσι έμαθα κι εγώ», εξηγεί. Το μικρόβιο της ανάγκης για προσφορά στον συνάνθρωπο φάνηκε από νωρίς. Μικρός ήθελε να γίνει καρδιολόγος και αργότερα, όταν ήρθε στη ζωή του ο αθλητισμός – έχει επτά πανελλήνια πρωταθλήματα στην κολύμβηση -, άρχισε να σκέφτεται τον κλάδο της αθλητικής ψυχολογίας.
Τελικά τον κέρδισαν τα καράβια αφού το 2020 πέρασε, ως μηχανικός, στην Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού της Θεσσαλονίκης κι έκτοτε ανεβοκατέβαινε με το τρένο. Αυτή τη φορά, αν δεν ήταν το αμάξι του στο συνεργείο, θα το είχε αποφύγει. Ομως, την Τρίτη 28 Φεβρουαρίου, έπειτα από ένα εορταστικό τριήμερο στην Πάτρα, λίγο πριν από τις επτάμισι το απόγευμα, επιβιβάστηκε και ο ίδιος στο μοιραίο τρένο, την αμαξοστοιχία Intercity 62, στο δεύτερο βαγόνι – αμέσως μετά το κυλικείο – στη θέση με τον αριθμό 72. Κάποιες ώρες μετά, θα τον γνώριζε όλος ο κόσμος ως το αγόρι που με κίνδυνο της ζωής του έσωσε άλλες ζωές όταν, στην κοιλάδα των Τεμπών, σταμάτησε ο χρόνος και η λογική και εκείνος χρειάστηκε να πείσει τραυματισμένους συνεπιβάτες του να πραγματοποιήσουν άλμα από ένα βαγόνι που θα παραδιδόταν στις φλόγες.
«Ή όλοι ή κανένας», ήταν η φράση που αναβόσβηνε σαν συναγερμός στο μυαλό του εκείνα τα κρίσιμα δευτερόλεπτα. Μία εβδομάδα μετά, με ένα κοκτέιλ στο χέρι (διά χειρός του μπαρτέντερ φίλου του, Νίκου, που καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης είχε τον νου του στο τραπέζι μας, λες και αν τελείωνε το αλκοόλ θα ξεμέναμε από καύσιμα) και μάτια θλιμμένα, παίρνοντας μια ανάσα βαθιά, ανέβηκε πάλι στο τρένο του τρόμου για να μου δείξει πώς έγιναν όλα, λίγο πριν και λίγο μετά τη φονική μετωπική σύγκρουση.
«Στο τρένο ήμουν με τρεις συμφοιτητές μου, τον Δημήτρη που ταξιδεύαμε μαζί και δύο που βρήκα τυχαία. Μιλούσα στο τηλέφωνο για να ενημερώσω ότι λόγω καθυστερήσεων δεν θα προλάβω το λεωφορείο στη Θεσσαλονίκη. Τη στιγμή εκείνη έγινε το μπαμ. Για καλή μου τύχη, ήμουν καθιστός γιατί νωρίτερα στεκόμασταν στις πόρτες του διαδρόμου που χώριζε τα βαγόνια 2 και 3. Την ώρα της συντριβής, ο διάδρομος έγινε χαλκομανία. Αν ήμασταν εκεί, θα είχαμε πολτοποιηθεί.
Αμέσως μου έπεσε το κινητό από το χέρι και δεν το ξαναβρήκα ποτέ, έκλεισε το φως κι υπήρχαν παντού σπινθήρες. Με την ταχύτητα που τρέχαμε καταλάβαινα ότι ένας εκτροχιασμός μπορεί να είναι θανάσιμος, που εν τέλει ήταν. Γενικά, πρόλαβαν και πέρασαν πολλά από το μυαλό μου. Τα πρώτα δευτερόλεπτα σκεφτόμουν «τι έγινε τώρα, τι ζω, πώς γίνεται ξαφνικά να είμαστε αναποδογυρισμένοι».
Σε δεύτερο χρόνο, σκέφτηκα ότι «εφόσον έγινε αυτό, πρόκειται να πεθάνω, κρίμα, δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω τους δικούς μου». Χωρίς πανικό, απλά είχα αποδεχθεί τον θάνατό μου. Και σκέφτηκα, τουλάχιστον, να πεθάνω ακαριαία, όχι να καώ ζωντανός. Γιατί πάνω στη σύγκρουση ένιωσα όλη τη θερμότητα που διαπέρασε το βαγόνι», περιγράφει ο Ανδρέας αναφέροντας πως μερικά λεπτά μόνο πριν από τη σύγκρουση είχε πάει στο κυλικείο για νερό.
«Τα άσπρα μου παπούτσια έγιναν κόκκινα»
«Μόλις άνοιξαν τα παιδιά τον φακό από τα κινητά τους, θυμάμαι να είμαι σε ένα ερείπιο, το βαγόνι να έχει πλαγιάσει προς τα δεξιά και από κάτω να έχει φωτιά, η οποία ήταν επικίνδυνο να σπάσει το τζάμι και να μπει μέσα. Είχα αίματα στο κεφάλι, στα χέρια. Στο αριστερό μου πόδι είχα αίματα δικά μου και αίματα άλλων στο δεξί.
Τα άσπρα μου παπούτσια έγιναν κόκκινα. Αποφασίσαμε με ένα παλικάρι να σπάσουμε το τζάμι από τα αριστερά με μια βαλίτσα. Βγάζοντας το κεφάλι μου από το παράθυρο, έπαθα πλάκα. Ηταν τουλάχιστον τριάμισι μέτρα το ύψος. Σκεφτόμουν «ακόμα και αν πηδήξω εγώ, πώς θα το αποφασίσουν οι άλλοι;». Τελικά, κρεμαστήκαμε από το παράθυρο αφήνοντας το σώμα μας να πέσει για να φτάσουμε στο έδαφος από μικρότερη απόσταση.
Θυμάμαι να έχουμε μείνει στο βαγόνι με τον Δημήτρη που ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και τραυματισμένος στα πλευρά, εγώ να του λέω «σήκω, θα καούμε ζωντανοί» κι εκείνος να λέει «δεν μπορώ». Εν τέλει, τον έπεισα κι εκείνον και πήδηξε από το βαγόνι και τελευταίος βγήκα εγώ. Το σκέφτηκα να φύγω να σωθώ.
Αλλά αν δεν είχα βοηθήσει τους άλλους, μπορεί να μην πέθαινα εκείνη την ώρα, ψυχικά όμως θα ήμουν νεκρός για μια ζωή. Κι αν τώρα δεν μπορώ να κοιμηθώ μία, πιστεύω πως ίσως να μην μπορούσα να κοιμηθώ φυσιολογικά ποτέ. Στις 23.55 έκανα την πρώτη κλήση στο σπίτι», περιγράφει ο Ανδρέας. Τα πρώτα του λόγια; «Μαμά, εκτροχιάστηκε το τρένο, να ξέρεις είμαι όρθιος και περπατάω…». Και αμέσως μετά, η διαδρομή με το ασθενοφόρο, με τον τραυματισμένο του φίλο, που του φάνηκε αιώνας.