Όταν οι δημοσκόποι πέφτουν (πολύ) έξω

Advertisement
Οι μεγάλες αποτυχίες των προεκλογικών δημοσκοπήσεων έχουν ιστορία τουλάχιστον ενός αιώνα. Δυστυχώς θα συνεχίσουν έτσι αν οι εταιρείες που τις πραγματοποιούν δεν αρχίσουν να πληρώνουν για τα εκούσια ή ακούσια λάθη τους.

Οι ερευνητές του περιοδικού Literary Digest ήταν βέβαιοι ότι είχαν μόλις παρουσιάσει την καλύτερη δημοσκόπηση στην Ιστορία. Σύμφωνα με την εκτίμησή τους, στις προεδρικές εκλογές του 1936 ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Αλφ Λάντον θα επικρατούσε με άνεση απέναντι στον πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούσβελτ που διεκδικούσε την επανεκλογή του εν μέσω της Μεγάλης Υφεσης.

Το περιοδικό είχε στείλει ταχυδρομικά δέκα εκατομμύρια ερωτηματολόγια και έλαβε περισσότερες από 2,3 εκατομμύρια απαντήσεις. Εχοντας προβλέψει μάλιστα τα αποτελέσματα προηγούμενων αναμετρήσεων με αξιοθαύμαστη ακρίβεια, οι συντάκτες του Literary Digest αντιμετώπιζαν με ύφος σαράντα καρδιναλίων έναν πρωτοεμφανιζόμενο δημοσκόπο που άκουγε στο όνομα Τζορτζ Γκάλοπ και προέβλεπε νίκη του Ρούσβελτ.

Με δείγμα μόλις 50.000 ατόμων η έρευνα του Γκάλοπ φάνταζε σαν καρικατούρα δημοσκόπησης.

Advertisement

Και ύστερα ήρθαν οι εκλογές. Ο Ρούσβελτ κέρδισε με το υψηλότερο ποσοστό στην Ιστορία των ΗΠΑ (62%) και ταπείνωσε τον αντίπαλό του ο οποίος επικράτησε μόνο σε δύο από τις 48 Πολιτείες. Μαζί με τον Λάντον όμως ταπεινώθηκε και το Literary Digest το οποίο λίγα χρόνια αργότερα διέκοψε την κυκλοφορία του.

Οπως εξηγούμε στο βιβλίο «Προπαγάνδα και Παραπληροφόρηση», οι ερευνητές του περιοδικού είχαν κάνει ένα μικρό λάθος στην επιλογή του δείγματος που οδήγησε στο μεγαλύτερο φιάσκο στην ιστορία των δημοσκοπήσεων: για να ταχυδρομήσουν τα ερωτηματολόγια χρησιμοποίησαν διευθύνσεις από τηλεφωνικούς καταλόγους και λίστες από αντιπροσωπείες αυτοκινήτων. Μόνο που το 1936 τηλέφωνο και αυτοκίνητο διέθεταν μόνο τα πιο εύπορα στρώματα τα οποία πλήττονταν λιγότερο από την ύφεση και αντιμετώπιζαν με εχθρότητα το New Deal του Ρούσβελτ.

Οι εκλογές του 1936 αποτέλεσαν θρίαμβο για τον Τζορτζ Γκάλοπ και τις νέες τεχνικές που αυτός εισήγαγε για την επιλογή αντιπροσωπευτικού δείγματος για κάθε δημοσκόπηση. Μία δεκαετία αργότερα όμως ο νονός των σύγχρονων δημοσκοπήσεων θα βίωνε το δικό του Βατερλό αποτυγχάνοντας να προβλέψει τη νίκη του Χάρι Τρούμαν απέναντι στον Ρεπουμπλικανό Τόμας Ντιούι, που θεωρούνταν αδιαμφισβήτητο φαβορί.

Αυτή τη φορά το λάθος των ερευνητών ήταν ότι επαναπαύτηκαν στην «αυθεντία» τους. Οι δημοσκοπήσεις σταμάτησαν έως και δύο μήνες πριν ανοίξουν οι κάλπες καθώς οι ερευνητές πίστευαν ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να ανατρέψει το συντριπτικό προβάδισμα του Ντιούι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Σύντομα έμαθαν με τον πιο σκληρό τρόπο ότι κάθε σφυγμομέτρηση αποτελεί απλώς μια «φωτογραφία» της κοινής γνώμης η οποία μπορεί να αλλάξει ανά πάσα στιγμή.

Οπως εξηγεί ο καθηγητής επικοινωνίας Τζόζεφ Κάμπελ στο βιβλίο του «Lost in a Gallup: Polling Failure in U.S. Presidential Elections» («Χαμένοι στα γκάλοπ: η αποτυχία των δημοσκοπήσεων στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ»), κάθε σφάλμα πρόβλεψης «είναι μοναδικό και δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα προηγούμενο». Το 2016 παραδείγματος χάριν όταν οι δημοσκόποι απέτυχαν παταγωδώς να προβλέψουν την επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ επί της Χίλαρι Κλίντον παρουσιάστηκαν νέες ερμηνείες για τα σφάλματα που σημειώθηκαν στις έρευνες.

Μεταξύ (πολλών) άλλων οι δημοσκόποι «διάβασαν» λάθος ορισμένες κρίσιμες Πολιτείες οι οποίες είχαν λιγότερους λευκούς ψηφοφόρους χαμηλού μορφωτικού επιπέδου – δηλαδή την κύρια δεξαμενή υποστηρικτών του Τραμπ. Επίσης παρατηρήθηκε ότι στα exit polls οι ηλικιωμένοι Ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι απέφευγαν να μιλήσουν στους κατά βάση νεαρούς εργαζομένους των εταιρειών δημοσκοπήσεων – γεγονός που φαντάζει σαν ασήμαντη λεπτομέρεια αλλά αποδεικνύει πόσοι δεκάδες παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα μιας έρευνας.

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα είναι ίσως ότι τα λάθη αντιμετωπίζονται πάντα σαν μια τεχνοκρατικού τύπου αστοχία «αδέκαστων» στατιστικολόγων και δημοσκόπων, παραγνωρίζονται δηλαδή το ιστορικό πλαίσιο και κυρίως οι πολιτικές και ταξικές προκαταλήψεις των ερευνητών. Η αποτυχία του Literary Digest λόγου χάρη αποτελεί σφάλμα ταξικής ανάλυσης και μια μορφή «μανταμσουσουδισμού», καθώς οι δημοσκόποι δεν μπορούσαν καν να διανοηθούν ότι υπήρχαν ψηφοφόροι που δεν είχαν χρήματα να αγοράσουν τηλέφωνο ή αυτοκίνητο.

Στο άλλο άκρο του φάσματος υπάρχουν φυσικά και οι κοινές απάτες που σημειώνονται ακόμη και στις… καλύτερες οικογένειες. Όλοι θυμούνται την περίπτωση του ακροδεξιού πρώην καγκελάριου της Αυστρίας, Σεμπάστιαν Κουρτς, ο οποίος κατηγορείται ότι χρησιμοποιούσε χρήματα των φορολογούμενων για να πληρώνει στημένες έρευνες που εκτίνασσαν στα ύψη τη δημοτικότητά του. Πρόσφατες αποκαλύψεις μάλιστα φαίνεται να επιβεβαιώνουν τις καταγγελίες ότι ο Κουρτς επιδοτούσε με δημόσιο χρήμα και μεγάλες εφημερίδες οι οποίες δημοσίευαν τις εν λόγω δημοσκοπήσεις.

Στο προφανές ερώτημα γιατί οι δημοσκόποι αναλαμβάνουν το τεράστιο ρίσκο να πιαστούν στα πράσα, η απάντηση είναι ότι όλα είναι θέμα ωφέλειας και κόστους. Αν ο νομοθέτης αλλά και οι εισαγγελείς και οι δικαστές δεν αντιμετωπίσουν τις στημένες δημοσκοπήσεις σαν άμεση απειλή για το δημοκρατικό πολίτευμα, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.

Αν εταιρείες που πέφτουν διαρκώς σε ιστορικού μεγέθους λάθη (ακόμη και αν δεν είχαν κακές προθέσεις) δεν κλείνουν με λουκέτο, είτε με τους όρους της αγοράς είτε με απόφαση μιας ανεξάρτητης αρχής, τότε δεν έχουν κανένα κίνητρο να βελτιώσουν τις μεθόδους τους και να επενδύσουν σε πιο επιστημονικές μεθόδους επιλογής του δείγματος και ανάλυσης των αποτελεσμάτων.

Οι εκλογές αυτής της Κυριακής είναι ένα κρίσιμο τεστ για τις εταιρείες δημοσκοπήσεων και στην Ελλάδα. Αν δεν καταφέρουν να διακόψουν το σερί των συχνά ύποπτων αποτυχιών τους, ίσως έχει έρθει η στιγμή να αντιμετωπίσουμε ορισμένες από αυτές σαν εκούσες άκουσες «εχθρούς του λαού».

Εφημερίδα των Συντακτών/info-war.gr

Advertisements

Δείτε και αυτά:

Advertisement