Ο Τόμας Μπρους Ελγιν, γνωστός στη χώρα μας ως Ελγιν, ήταν ο έβδομος κόμης του Ελγιν και ενδέκατος κόμης του Κινκάρντιν. Υπήρξε διπλωμάτης και στρατιωτικός, αλλά έμεινε στην ιστορία ως ο άνθρωπος που λεηλάτησε την Ακρόπολη και τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Το 1799, την εποχή της εκστρατείας του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, ο Ελγιν στάλθηκε ως έκτακτος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη. Στα τέλη εκείνης της χρονιάς έστειλε στην Αθήνα τον γραμματέα της πρεσβείας, Hamilton, μαζί με έξι καλλιτέχνες από την Ιταλία, τον ζωγράφο Λουζιέρι και τους αρχιτέκτονες Ιτάρ και Βαλέστρα, προκειμένου να καταγράψουν τα μνημεία της Ακρόπολης, να φτιάξουν τοπογραφικά σχέδια και εκμαγεία, ώστε να γίνει εφικτή η αφαίρεσή τους, όταν θα έπαιρναν σχετική άδεια από τους Τούρκους. Η ομάδα του Ελγιν εργάστηκε στην Ακρόπολη για 9 μήνες.
Το 1801 απέσπασε φιρμάνι του καϊμακάμη (ανώτερου διοικητικού υπαλλήλου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), Σεγούτ Αβδουλάχ, που του επέτρεπε την αφαίρεση λίθων και γλυπτών από την Ακρόπολη. Το φιρμάνι αυτό προέτρεπε τις τουρκικές Αρχές στην Αθήνα να επιτρέψουν στα συνεργεία του Ελγιν να διενεργήσουν και ανασκαφές γύρω από τον Παρθενώνα.
Ζημιές και βανδαλισμοί
Κατά τη διάρκεια της αφαίρεσης των αρχαιοτήτων σημειώθηκαν ζημιές, καθώς η διαδικασία είχε γρήγορους ρυθμούς και γινόταν με ακατάλληλα μέσα, αλλά και βανδαλισμοί. Το 1801, ξεκίνησε η αρπαγή των αριστουργημάτων από την Ακρόπολη. Συνολικά ο Ελγιν ξήλωσε: 253 γλυπτά έργα και αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, καθώς και πολλά αγγεία.
Από τον Παρθενώνα αφαιρέθηκαν 96 ακέραια ή ακρωτηριασμένα γλυπτά και ειδικότερα: Από το νότιο διάζωμα 15 ακέραια και 4 σπασμένα, από το ανατολικό διάζωμα 11 αγάλματα και τμήματά τους, από το δυτικό αέτωμα περισσότερα από 8, από τη βόρεια ζωφόρο 21 ακέραιες πλάκες κι ένα τμήμα πλάκας, από τη νότια ζωφόρο 30 ακέραιες πλάκες και 11 θραύσματα, από τη δυτική ζωφόρο 2 πλάκες και από την ανατολική ζωφόρο 4 πλάκες.
Επίσης, από τον Ναό της Απτέρου Νίκης αφαιρέθηκαν 4 τεμάχια, 18 από το Ερέχθειο -μεταξύ αυτών μία Καρυάτιδα κι ένα γωνιακό ιωνικό κιονόκρανο-, 4 από το Θέατρο του Διονύσου, μεταξύ των οποίων κι ένας κίονας από το Χορηγικό Μνημείο του Θρασύλλου.
Αφαιρέθηκαν ακόμα 13 κεφαλές, 34 γλυπτά μάρμαρα, 14 χάλκινες και μαρμάρινες υδρίες, 8 βωμοί, 3 επιτύμβιες στήλες, 66 ενεπίγραφα μάρμαρα και άλλα. Πολλά από αυτά ήταν έργα του Φειδία, του Αγοράκριτου και του Αλκαμένη.
Σπουδαιότερα απ’ όλα θεωρούνται τα γλυπτά της γέννησης της Αθηνάς από το ανατολικό αέτωμα, η μετόπη της διαμάχης της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα και η ζωφόρος με την πομπή των Παναθηναίων.
Σε κιβώτια
Τα αρχαία συγκεντρώνονταν, τοποθετούνταν σε κιβώτια και μεταφέρονταν με πλοία στη Μεγάλη Βρετανία. Η επιχείρηση ξεκίνησε το 1801 και ολοκληρώθηκε το 1810. Εκτός από την Ακρόπολη, αφαιρέθηκαν αρχαιότητες κι από άλλα μέρη, όπως: Αίγινα, Ελευσίνα, Δελφοί, Νεμέα, Μυκήνες, Τίρυνθα και Δαρδανέλια. Μάλιστα, ο Ελγιν στις Μυκήνες έστειλε τον ιερέα δρα Ph. Hunt, γιατί σκόπευε να αρπάξει και τους Λέοντες της Πύλης, ωστόσο αυτό κρίθηκε ακατόρθωτο, λόγω του βάρους των Λεόντων.
Τα 12 πρώτα κιβώτια με τις αρχαιότητες φορτώθηκαν, το 1802, στο ιδιόκτητο ιστιοφόρο «Μέτων» του Ελγιν. Ωστόσο, το πλοίο βούλιαξε στον Αβλέμονα των Κυθήρων.
Το 1803, ο ίδιος ο Ελγιν, επιστρέφοντας στην Αγγλία, φόρτωσε 44 κιβώτια στο βρετανικό πολεμικό πλοίο «Diana». Αλλα κιβώτια μεταφέρθηκαν με τα πολεμικά «Medusa» και «Hydra». Το 1817 ο Λουζιέρι επέστρεψε και πραγματοποίησε την αποστολή επιτύμβιων μνημείων, χάλκινων σκευών και εκατοντάδων αγγείων, με τα πολεμικά πλοία «Satellite» και «Tagus». Η επιχείρηση πήρε τέλος με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Οι αρχαιότητες μεταφέρθηκαν στο Λονδίνο και αποθηκεύτηκαν αρχικά σε υπόστεγο της κατοικίας του Ελγιν. Στη συνέχεια, ο Ελγιν έστειλε υπομνήματα προς τη βρετανική κυβέρνηση για να αγοράσει τα αρχαία. Ετσι, συστήθηκε ειδική Εξεταστική Επιτροπή για να μελετήσει τα στοιχεία της υπόθεσης και τα πορίσματά της τέθηκαν υπ’ όψιν του βρετανικού Κοινοβουλίου.
Κατά τη διάρκεια της σχετικής συνεδρίασης ακούστηκαν φωνές σκεπτικισμού, ακόμα και απόρριψης της πρότασης του Ελγιν. Από τότε, μάλιστα, χρονολογούνται οι πρώτες σκέψεις για επιστροφή τους στην Ελλάδα.
Τελικά, αποφασίστηκε τα Γλυπτά ν’ αγοραστούν από το βρετανικό Δημόσιο για 35.000 στερλίνες. Επειδή όμως ο Ελγιν χρωστούσε στο κράτος 18.000 στερλίνες, του δόθηκαν μόνο 17.000 στερλίνες.
Πρόταση επιστροφής
Τον Ιανουάριο του 1941 έγινε πρόταση στη Βουλή των Κοινοτήτων για την επιστροφή των Μαρμάρων μετά τη λήξη του πολέμου, μέσα στο πλαίσιο της κοινής πολεμικής προσπάθειας Ελλάδας και Βρετανίας εκείνη την εποχή, ωστόσο η απάντηση της κυβέρνησης ήταν αρνητική.
Η υπόθεση της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα ανήλθε σε θέμα κεντρικής πολιτικής, όταν το αίτημα υιοθέτησε η αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, η οποία έδωσε μεγάλη μάχη για την επιστροφή τους. «Ελπίζω να δω τα Μάρμαρα πίσω στην Αθήνα προτού πεθάνω. Αν όμως έρθουν αργότερα, εγώ θα ξαναγεννηθώ», έλεγε.