Η είδηση ότι ο Βαγγέλης Ρωχάμης έχει αποδράσει από τις φυλακές της πόλης, δεν αργεί να κυκλοφορήσει και ένα μειδίαμα, ενίοτε και χαμόγελο είναι η πρώτη αντίδραση των ανθρώπων που ακούν το νέο.
Κάποια χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο, ο Ρωχάμης κρυμμένος και εφοδιασμένος με μια αστυνομική μοτορόλα, ακούει τις εντολές του διοικητή και εστιάζει στη φωνή του.
Όντως, όλες οι δυνάμεις σπεύδουν, μαζί και τα περιπολικά που ήταν στο μπλόκο της γέφυρας του Ευρίπου και ένα τέταρτο αργότερα ο Ρωχάμης περνάει ανενόχλητος, με ένα γρήγορο αυτοκίνητο που είχε κλέψει φυσικά και εξαφανίζεται.
Η αρχή της παρανομίας
Παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας, ο Βαγγέλης Ρωχάμης δεν μεγάλωσε με ανέσεις, αλλά από πιτσιρικάς ακόμη άρχισε να δουλεύει για να συνεισφέρει κι’ αυτός το κατιτίς του.
Γεννημένος το 1951, η μόνη του απόλαυση σαν παιδί είναι οι ταινίες γουέστερν, όπου συμπαθεί πάντα τους κακούς, αυτούς που είναι απέναντι στο νόμο οι οποίοι είναι κλέφτες και ληστές.
Λίγο πριν πάει φαντάρος έχει ήδη παντρευτεί και κατά τη διάρκεια της θητείας του μετατίθεται στη Σύρο, μαθαίνει ότι η γυναίκα του γέννησε την κόρη τους και ζητάει άδεια για να δει το μωρό.
Το «όχι» που εισπράττει από τον διοικητή του, ανοίγει τον χορό των μυθικών αποδράσεων, αφού ο Ρωχάμης το σκάει νύχτα από το στρατόπεδο χωρίς να γίνει αντιληπτός και παίρνει το καράβι για Πειραιά.
Εκεί θα κλέψει ένα μοτοποδήλατο για να πάει στην Χαλκίδα και όταν επιστρέφει παίρνει αναβολή, εισπράττει την πρώτη ποινή για την κλοπή που έκανε και οδηγείται στην φυλακή Κορυδαλλού για τους τρεισήμισι μήνες.
Έχει διαβεί το Ρουβίκωνα πλέον, χωρίς να φαντάζεται ότι στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, θα γίνει ο πιο διάσημος καταζητούμενος δραπέτης των Ελληνικών φυλακών, πριν από τον Κώστα Σαμαρά και τον Βασίλη Παλαιοκώστα.
Το 1976 επιστρέφει στην φυλακή για δεύτερη φορά όταν ληστεύει το ταχυδρομείο του χωριού του και όταν αποφυλακίζεται φεύγει για την Κύπρο.
Ελπίζει σε ένα καινούργιο μέλλον, αλλά το εύκολο χρήμα -ποτέ δεν το υπολόγισε- τον ωθεί ξανά στην παρανομία και το 1980 συλλαμβάνεται ενώ πουλούσε κλεμμένες τηλεοράσεις.
Ο Κορυδαλλός τον περιμένει με ανοιχτές αγκάλες αλλά ο Βαγγέλης Ρωχάμης τα επόμενα χρόνια θα αποδειχτεί πολύ έξυπνος για να μείνει και ενίοτε πολύ σκληρός για να πιαστεί.
Τα κλειδιά και ο δικηγόρος
Όπως έχει αποκαλύψει ο ίδιος, η μεγαλύτερη μπάζα που έπιασε ποτέ από ληστεία ανερχόταν στα 60.000.000 δραχμές, τα οποία φυσικά και εξαφανίστηκαν αφού τα έξοδα ήταν πολλά.
Ως μετρ των αποδράσεων χρειαζόταν ανθρώπους να τον βοηθούν και σπίτια-κάποια στιγμή νοίκιαζε 14 διαμερίσματα σε διάφορα μέρη-για να κρύβεται από τις διωκτικές αρχές, ενώ έκανε και πολλές αγαθοεργίες σε κόσμο που είχε ανάγκη.
Για να φύγει από τον Κορυδαλλό χρειάστηκε να αντιγράψει σε πλαστελίνη, όλα τα κλειδιά που άνοιγαν τις πόρτες και βρίσκονταν σε κοινή θέα, διαδικασία που κράτησε ένα χρόνο.
Με καταδίκες για σωρεία ληστειών και οπλοχρησία, ο Ρωχάμης ήταν σχεδόν μόνιμα σε κάποιο σωφρονιστικό ίδρυμα, μόνο που δεν καθόταν για πολύ.
Είχε «αλλεργία» στην φυλακή και αποδείχτηκε εξπέρ στις μεταμφιέσεις, όταν χρειάστηκε, όπως στην περίφημη απόδραση με τα κλειδιά από τον Κορυδαλλό.
Μόλις τελείωνε το επισκεπτήριο ο «Πεταλούδας» μπήκε κάπου, πέταξε τις φόρμες και όταν βγήκε φορούσε κοστούμι και περούκα, οπότε έφυγε σαν δικηγόρος!
Όπως έχει πει ο ίδιος έχει αποδράσει από όλες τις ελληνικές φυλακές εκτός από αυτή των Πατρών, «όπου πέρασα δυόμιση χρόνια στην απομόνωση και ήταν αδύνατο να το σκάσω».
Στις 7 Απριλίου του 1986, ο Ρωχάμης κρατείται πάλι στον Κορυδαλλό, όταν πηγαίνει να τον επισκεφτεί ο κουνιάδος του και με ένα back to back δραπετεύει πάλι, αφού κάποιος είχε κακοποιήσει την κόρη του και ήθελε να καθαρίσει ο ίδιος.
Τα μπουζούκια, η γυναίκα και ο Νάσιουτζικ
Εν αντιθέσει με άλλους ποινικούς, ο Βαγγέλης Ρωχάμης ασκούσε μια ακατανόητη για πολλούς συμπάθεια στην ελληνική κοινωνία, σε τέτοιο βαθμό που ενώ η αστυνομία τον αναζητούσε αυτός διασκέδαζε στα μπουζούκια και οι θαμώνες δεν διανοήθηκαν ποτέ να τον καρφώσουν.
Την άνοιξη του 1994 η κόρη του Μαρία δικάζεται σε επαρχιακό εφετείο και οι Αρχές λαμβάνουν δρακόντεια μέτρα αφού ο Ρωχάμης είναι πάλι δραπέτης, μήπως και εμφανιστεί στο δικαστήριο.
Κανείς δεν δίνει σημασία σε μια γυναίκα ηλικίας περίπου 45 ετών που εισέρχεται στην αίθουσα και κάθεται στα πίσω έδρανα για να παρακολουθήσει στην δίκη.
Είναι ο Βαγγέλης Ρωχάμης, που ξεγελάει για άλλη μια φορά τους αστυνομικούς, οι οποίοι μαθαίνουν εκ των υστέρων ότι ο «Πεταλούδας» μπήκε μεταμφιεσμένος στο εφετείο!
Η φιγούρα του και η εν γένει στάση του, εξιτάρει τα media της εποχής, οι εφημερίδες τον έχουν συχνά στην πρώτη σελίδα και τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι του παίρνουν συνέντευξη στο κρησφύγετο του.
Η φιλία του με τον Θανάση Νάσιουτζικ που κατηγορήθηκε για τον φόνο του συγγραφέα Θανάση Διαμαντόπουλου γεννήθηκε μέσα στην φυλακή στα μέσα της δεκαετίας του ‘80.
Όταν ο Ρωχάμης απέδρασε δεν ξέχασε τον φίλο του και τον Απρίλιο του 1986 που ξεκίνησε η δίκη έστησε την καλύτερη μεταμφίεση του, παρουσιαζόμενος σαν ηλικιωμένη γυναίκα.
Περνώντας κάτω από τη μύτη δεκάδων αστυνομικών, πλησιάζει τον Νάσιουτζικ και αρχίζει να του μιλάει ενώ ο κατηγορούμενος χαμογελάει, ίσως επειδή αρχικά αδυνατεί να πιστέψει ότι έχει τον Ρωχάμη δίπλα του.
Ο δραπέτης του λέει: «Αν θέλεις σε παίρνω τώρα και φεύγουμε. Έχω τέσσερις-πέντε απ’ έξω που μας περιμένουν» αλλά ο συγγραφέας αρνείται ευγενικά την πιο εντυπωσιακή ίσως απόπειρα απόδρασης από δικαστική αίθουσα.
Μόλις καταλαβαίνει ότι ο φίλος του έφυγε φωνάζει τις κόρες του και τους διηγείται το απίστευτο περιστατικό, που θα μπορούσε να είναι σκηνή από κινηματογραφική ταινία.
Τελευταία έξοδος: Λευκαντί
Ούτως η άλλως η ζωή του Βαγγέλη παραπέμπει σε ταινία δράσης με καταιγιστικούς ρυθμούς, αφού πέρασε έγκλειστος κατά διαστήματα 22 χρόνια από την ζωή του,.
Αυτό κράτησε μέχρι το 2000 όταν και αποφυλακίσθηκε, ρίχνοντας την δική του «μαύρη πέτρα» στον βίο του παρανόμου που τον πλήρωσε αρκετά ακριβά.
Έκτοτε ζούσε στην Εύβοια, άνοιξε καντίνα στο Λευκαντί, παντρεύτηκε δεύτερη φορά την γυναίκα που αγάπησε και ηρέμησε από μια ζωή γεμάτη αποδράσεις, φυλακίσεις και ουκ ολίγα επεισόδια που έχτισαν το μύθο του.
Μετά την καντίνα που λεγόταν «Η κιβωτός του Ρωχάμη», άνοιξε ένα μαγαζί πάνω στο κύμα, το «Λιμανάκι του Ρωχάμη» που απέκτησε εξίσου φανατικούς πελάτες με το πρώτο του επιχειρηματικό εγχείρημα.
Το πόσο νόμιμος ήταν το εξακρίβωσαν και οι ελεγκτές της ΑΑΔΕ, όταν πήγαν να τον τσεκάρουν κάποια στιγμή, και δεν διαπίστωσαν την παραμικρή οικονομική ατασθαλία.
Το 2002 εμφανίστηκε στην κινηματογραφική ταινία του Νίκου Ζερβού με τίτλο «Στην σκιά του Λέμι Κόσιον» ως γκεστ σταρ, υποδυόμενος τον εαυτό του.
Όταν κλείστηκε το ραντεβού με τον Νίκο Ζερβό, ο Ρωχάμης πήγε να τον συναντήσει στο γνωστό «Αυτόφωρο», ένα εστιατόριο επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Την ώρα που κουβέντιαζαν για τον ρόλο τον πήρε τηλέφωνο η γυναίκα του και τον ρώτησε που είναι για να εισπράξει την απάντηση «Στο “Αυτόφωρο” είμαι», η οποία την έκανε να αναφωνήσει: «Πάλι ρε Βαγγέλη;».