Η ισχύουσα νομοθεσία ορίζει ότι στην περίπτωση είσπραξης χρημάτων από το δημόσιο ή κατά τις μεταβιβάσεις ακινήτων, εφόσον υπάρχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, μέρος ή ακόμα και το σύνολο των προς είσπραξη χρημάτων παρακρατείται και συμψηφίζεται με ρυθμισμένες ή ληξιπρόθεσμες οφειλές. Όμως στην περίπτωση των ληξιπρόθεσμων ρυθμισμένων οφειλών, ανάλογα με τη διάρκεια της ρύθμισης, ο τόκος υπολογίζεται κατά την έναρξη της ρύθμισης και επιμερίζεται στη συνέχεια ανάλογα με το πλήθος των δόσεων.
Έτσι, κάθε μηνιαία δόση ενσωματώνει ένα ύψος τόκων, οι οποίοι προβλέπεται πως επιστρέφονται κατά το μέρος που αναλογεί σε περίπτωση πρόωρης προεξόφλησης. Για την επιστροφή τους απαιτείται σχετική αίτηση στην ΑΑΔΕ, διαδικασία την οποία γνωρίζουν πολύ καλά οι επιχειρήσεις αλλά αγνοούν κατά πάσα πιθανότητα τα φυσικά πρόσωπα.
Για παράδειγμα, επιχείρηση έχει ρυθμίσει οφειλές της ύψους 100.000 ευρώ σε 12 μηνιαίες δόσεις. Με βάση το ισχύον επιτόκιο θα επιβληθεί τόκος 4.340 ευρώ και το συνολικό ποσό των 104.340 ευρώ θα «σπάσει» σε 12 δόσεις των 8.695 ευρώ.
Αν υποθέσουμε ότι η επιχείρηση εισπράττει από το δημόσιο 50.000 ευρώ και τα ποσά αυτά συμψηφίζονται με περίπου 6 μελλοντικές μηνιαίες δόσεις, είναι σαφές ότι θα πρέπει να γίνει επανυπολογισμός του συνολικού τόκου και να επιστραφεί ή να συμψηφιστεί η διαφορά. Αυτή η διαδικασία μέχρι τώρα απαιτεί αίτηση στο ΚΕΒΕΙΣ ή τη Δ.Ο.Υ και αναμονή ενώ σε περίπου δύο μήνες θα γίνεται αυτόματα.
Οι ισχύουσες διατάξεις ορίζουν ότι σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του συνόλου του υπολοίπου ρυθμισμένης οφειλής με οποιονδήποτε τρόπο, ήτοι με εφάπαξ καταβολή από τον οφειλέτη ή μέσω διοικητικών ή αναγκαστικών μέτρων είσπραξης, όπως το αποδεικτικό ενημερότητας και η κατάσχεση, ή διενέργειας συμψηφισμού, ο οφειλέτης επιβαρύνεται με τον τόκο που αναλογεί στον πραγματικό αριθμό δόσεων που τελικά διαμορφώνεται κατά την ημερομηνία εξόφλησης της ρύθμισης.
Σε περίπτωση που η ρύθμιση εξοφλείται πρόωρα εκουσίως από τον οφειλέτη με εφάπαξ καταβολή και για να μην υπολογιστεί πλεονάζων του αριθμού των δόσεων τόκος με βάση τον αρχικό αριθμό δόσεων της ρύθμισης, ο φορολογούμενος υποβάλλει αίτηση για πρόωρη εξόφληση της ρύθμισης στην υπηρεσία που είναι αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερο αίτημα για τον επανυπολογισμό του τόκου της ρύθμισης.
Σε περίπτωση που έχει καταβληθεί τόκος πλέον του αριθμού δόσεων που τελικά διαμορφώνεται κατά την ημερομηνία εξόφλησης της ρύθμισης, αυτός επιστρέφεται στον οφειλέτη κατόπιν αίτησής του στην αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής υπηρεσία.
Υπενθυμίζεται ότι μετά από πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση, τα επιτόκια των δόσεων ρυθμισμένων οφειλών μειώθηκαν και «πάγωσαν» για ένα έτος σε:
- 4,34% για οφειλές που ρυθμίζονται σε 12 μηνιαίες δόσεις.
- 5,84% για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από 12 δόσεις.
Για τις οφειλές που έχουν τεθεί εκ νέου σε ρύθμιση μετά την απώλεια της πρώτης (β’ υπαγωγή), το επιτόκιο διαμορφώνεται ως εξής:
- 5,84% για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως 12 μηνιαίες δόσεις.
- 7,34% για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από 12 μηνιαίες δόσεις.