Η κλιματική αλλαγή είναι εδώ, αλλά δεν είναι άλλοθι για το επιτελικό μπάχαλο, ούτε λόγος για να συνηθίσουμε τις καταστροφές
Έχουμε μπει στην εποχή των καταστροφών. Και στην Ελλάδα το ζούμε διαρκώς τα τελευταία χρόνια.
Η κλιματική αλλαγή είναι πια εδώ και τις επιπτώσεις τις βλέπουμε στα «ακραία καιρικά φαινόμενα», την καταστροφική λειψυδρία, τον αυξημένο κίνδυνο παγκοσμίως για μεγάλες δασικές πυρκαγιές.
Το είδαμε σε πάρα πολλές χώρες, το ζήσαμε στη χώρα μας, το ζούμε και τώρα.
Αυτή τη στιγμή έχουμε μια πολύ μεγάλη δασική πυρκαγιά στην Αττική που ουσιαστικά εξαπλώνεται σε περιοχές που τις θεωρούσαμε ως περιοχές κατοικίας, ως τμήμα του «αστικού ιστού» του μητροπολιτικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας.
Είμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις που κάποτε, ακόμη και σε στιγμές με μεγάλες πυρκαγιές, δεν πιστεύαμε ότι θα βλέπαμε.
Ξέρω ότι οι συνθήκες είναι πρωτόγνωρες και εξαιρετικά δύσκολες. Και δεν αμφισβητώ πως όσοι εμπλέκονται δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, με αρκετούς μάλιστα να δείχνουν πραγματικό ηρωισμό και αυταπάρνηση.
Όμως, γνωρίζουμε καιρό τώρα ότι θα ζούμε πρωτόγνωρες και εξαιρετικά δύσκολες στιγμές. Ξέραμε ότι κάθε χρόνο τα πράγματα θα γίνονται όλο και πιο δύσκολα. Ξέραμε ότι θα δοκιμάζονταν τα όρια των μηχανισμών κατάσβεσης.
Και κάποια στιγμή θα πρέπει να αναρωτηθούμε εάν τα τελευταία χρόνια έχουμε πραγματικά αναμετρηθεί με την πρόκληση αυτή.
Μην με παρεξηγήσετε δεν θέλω αυτή τη στιγμή που η καταστροφή είναι σε εξέλιξη να μιλήσω για «απόδοση ευθυνών» και αναζήτηση ενόχων. Παρότι προφανώς υπάρχουν ευθύνες διαχρονικές και πολύ σοβαρές, όπως υπάρχουν και πολιτικά ένοχοι, καθώς οι πολίτες δεν μπορούν να αισθάνονται ότι ζουν σε μια ανοχύρωτη χώρα και είναι εντελώς απροστάτευτοι, περιμένοντας η φωτιά να σβήσει όταν… θα φτάσει στη θάλασσα.
Αναφέρομαι σε κάτι πιο συνολικό που αγγίζει τη ρίζα του προβλήματος και ερμηνεύει -χωρίς όμως να δικαιολογεί- πολλά. Πιστεύω ότι δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ως οφείλαμε πόσο έχουν ήδη αλλάξει τα πράγματα. Και επειδή δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει εξακολουθούμε να είμαστε ουσιωδώς απροετοίμαστοι.
Να το πω διαφορετικά αυτή τη στιγμή αυτοί που έχουν στα χέρια τους τις τύχες των χωρών δεν σκέφτονται και πολύ περισσότερο δεν δρουν με τρόπο που να δείχνει πραγματική επίγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης.
Παρότι η κλιματική καταστροφή, τόσο σαν προσπάθεια να μην κλιμακωθεί όσο και σαν δράση για να περιοριστούν οι επιπτώσεις της, θα έπρεπε να είναι από τα βασικά προβλήματα, αν όχι το σημαντικότερο, που μας απασχολεί και γύρω από το οποίο να κινητοποιούνται πόροι, δημόσιοι και ευρωπαϊκοί.
Αντ’ αυτού τα στοιχεία δείχνουν ότι στο υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας με αρμοδιότητα ακριβώς τη διαχείριση των φυσικών καταστροφών και κρίσεων καθώς και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής έχουν διατεθεί ελάχιστοι πόροι, δεδομένων των ραγδαίων αλλαγών. Προβληματισμό και οργή προκαλεί το γεγονός ότι ακόμη και από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης μέσω του οποίου είχε προβλεφθεί να καλυφθεί μεγάλο μέρος των αναγκών σε εξοπλισμό, τεχνογνωσία και ανθρώπινο δυναμικό έχουν απορροφηθεί ελάχιστα, με το ποσοστό να φθάνει, μέχρι προσφάτως, μόλις το 1%.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει μεγαλύτερος «εθνικός στόχος» αυτή τη στιγμή από το να καταφέρουμε αφενός να εξασφαλίσουμε πραγματική ασφάλεια και προστασία από την καταστροφή και μεσοπρόθεσμα αντιστρέφοντας την πορεία της κλιματικής αλλαγής να μπορέσουμε πραγματικά να οικοδομήσουμε ένα βιώσιμο μέλλον.
Γιατί δεν πιστεύω ότι η απάντηση αυτή τη στιγμή είναι μοιρολατρικά να δεχτούμε ότι θα έχουμε μεγαλύτερες καταστροφές όλο και πιο συχνά και ότι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να εξασφαλίσουμε μέσα από συστήματα όπως το 112 ότι δεν θα έχουμε θύματα, και με επέκταση μορφών ιδιωτικής ασφάλισης να εξασφαλίσουμε συμπληρωματικές αποζημιώσεις για αυτούς που ολοένα και πιο συχνά θα πλήττονται.
Μια τέτοια κατεύθυνση θα αποτελούσε μια απαράδεκτη συμφιλίωση με την καταστροφή, θα ισοδυναμούσε με το να συνυπογράφαμε ότι έχει γίνει η νέα κανονικότητα.
Και φοβάμαι ότι αυτό κάνουμε όσο δεν αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε περάσει σε ένα νέο επίπεδο και ως προς τις απειλές και ως προς το μέγεθος των επιπτώσεων που μπορούν να έχουν οι καταστροφές.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα το κράτος και όσοι έχουν την ευθύνη του δεν μπορούν να μένουν στο «κάναμε ό,τι μπορούσαμε». Οφείλουν να περάσουν στο «κάναμε και κάνουμε αυτό που πρέπει». Διαφορετικά εξακολουθούν να βρίσκονται στην καρδιά του προβλήματος.