Λαός και Κολωνάκι: Το τέλος μιας σχέσης…
Στην ταινία ακούγεται το ομώνυμο τραγούδι του Μανώλη Χιώτη με τη Μαίρη Λίντα: «Όλοι το ίδιο είμαστε/ σ’ ετούτο τον κοσμάκη/ και όλοι έχουμε καρδιά/ λαός και Κολωνάκι».”
Και συνεχίζω τις αντιγραφές, περνώντας στην ταινία “Χάπια, σφαίρες και 2.000.000 λίρες”, όπου είναι ο παλιός γκάγκστερ απέναντι στον φρέσκο γκάγκστερ και του δίνει ένα μάθημα ζωής:
“Γεννιέσαι και μπλέκεις με τα σκατά. Βγαίνεις στην κοινωνία, μπλέκεις με ακόμη περισσότερα σκατά. Σκαρφαλώνεις κάπως πιο ψηλά, τσουπ, λιγοστεύουν τα σκατά. Και κάποια μέρα αγγίζεις τέτοια ύψη, που δεν θυμάσαι καν τα σκατά πως μοιάζουν…”
Τα διαβάζεις τα ανωτέρω και σου ξεφεύγει ένας αναστεναγμός για εκείνες τις αλησμόνητες εποχές όπου στη μία άκρη της πλατείας Κολωνακίου πάρκαρε η απαστράπτουσα Μερτσέντα με τις πινακίδες “Βασιλιάς των τσιγγάνων” και στην άλλη η φανταχτερή Ντε Τομάσο του διεθνούς φήμης πλεημπόυ Τόνυ.
Στο ελληνικό χωνευτήρι, κατά το αμερικάνικο melting pot, όπου κάθε καρυδιάς καρύδι μπορούσε να μοστράρει τα κάλλη του, τη μαγκιά του, τις ατάκες του, όλο το οπλοστάσιο με τον οποίο τον είχε και την είχε προικίσει η μητέρα φύση. Στην ειρηνική συνύπαρξη γενεών και πορτοφολιών, που προέκυψε θα ‘λεγε κανείς ως κάποιου είδους ιστορικός συμβιβασμός μετά από την καταστροφική μανία του εμφυλίου. Όταν οι νικητές έκαναν λίγο χώρο στους ηττημένους για να αναπνεύσουν…
Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο χαρακτηριστική περίπτωση ανθρώπου που να ενσάρκωνε στο πρόσωπό του αυτές τις απρόσμενες αντιφάσεις από τον Κίτσο Τεγόπουλο.
Και διερωτώμαι, επίσης, ποια φουσκωμένα πορτοφόλια θα εγκαταλείψουν τα σιδηρόφραχτα τείχη τους στα Νότια και στα Βόρεια προάστια για μια βόλτα στο πάλαι ποτέ φιλόξενο Κέντρο της πόλης, έτσι για την τιμή των όπλων, έτσι για μια τζούρα καυσαέριο, έτσι για το δε γαμιέται που λέγαμε εμείς τα παπούδια, έτσι για το γιόλο που λένε οι πιτσιρικάδες.