Η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου έχει δοθεί από ιστορικά γεγονότα. Οι πρωθυπουργοί φεύγουν με δύο τρόπους. Είτε μετά από εκλογική ήττα είτε «προληπτικά», οικειοθελώς, χωρίς να υποστούν ήττα. Υπάρχουν και εξαιρέσεις σε αυτούς τους κανόνες. Η σημερινή περίπτωση είναι ιδιόμορφη, όπως θα φανεί παρακάτω.
Στη διαδρομή των 50 χρόνων της Μεταπολίτευσης είχαμε:
- Πέντε πρωθυπουργούς που αποχώρησαν «αναγκαστικά», αφού ηττήθηκαν στις εκλογές: τον Γεώργιο Ράλλη το 1981, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το 1993, τον Κώστα Καραμανλή το 2009, τον Αντώνη Σαμαρά το 2015 και τον Αλέξη Τσίπρα το 2023.
- Δύο πρωθυπουργούς που συμπλήρωσαν δύο θητείες και αποχώρησαν χωρίς να διεκδικήσουν τρίτη: τον Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1980 και τον Κώστα Σημίτη το 2004.
- Έναν πρωθυπουργό που αποχώρησε πρόωρα, υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης, χωρίς να ηττηθεί σε εκλογές και χωρίς να διεκδικήσει επανεκλογή: τον Γιώργο Παπανδρέου το 2011.
- Ο μοναδικός, που ηττήθηκε τρεις φορές(δύο το 1989 και μια το 1990), αλλά δεν αποχώρησε και επανήλθε(1993) θριαμβευτής για τρίτη θητεία, ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Κατέχει το ρεκόρ.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποτελεί μια ιδιόμορφη περίπτωση. Έχει νικήσει άνετα δύο φορές και βρίσκεται κοντά στη μέση της δεύτερη θητείας του. Μέχρι τις περσινές ευρωεκλογές ήταν αδιαμφισβήτητος και η τρίτη θητεία του θεωρούνταν σχεδόν βέβαιη.
Το πολύ χαμηλό ποσοστό της ΝΔ στις ευρωεκλογές (28%) άρχισε να δημιουργεί αμφιβολίες για το κατά πόσον θα μπορέσει να διεκδικήσει τρίτη, αυτοδύναμη, θητεία. Ο ίδιος έχει διαβεβαιώσει κατηγορηματικά ότι θα το πράξει.
Όμως, τα τελευταία γεγονότα, με το «φούντωμα» της υπόθεσης των Τεμπών, όχι απλώς ρίχνει βαριά σκιά πάνω από την κυβέρνησή του και τον ίδιο προσωπικά. Αλλά αρχίζει να παγιώνει την πεποίθηση ότι η τρίτη αυτοδύναμη θητεία του τείνει να γίνει χίμαιρα. Μολονότι έχει το πλεονέκτημα του χρόνου(οι εκλογές, κανονικά, αργούν), η φθορά του φαίνεται μη αναστρέψιμη.
Έτσι, ο νυν πρωθυπουργός βρίσκεται μπροστά σε μια ιδιάζουσα κατάσταση. Λόγω έλλειψης ικανού αντιπάλου στην αντιπολίτευση, η ΝΔ δεν απειλείται με εκλογική ήττα. Με βάση σχεδόν όλα τα δεδομένα, θα είναι πρώτο κόμμα στις επόμενες εκλογές.
Και όμως. Για πρώτη φορά μια εκλογική νίκη μπορεί να είναι ένα είδος ήττας για τον κ. Μητσοτάκη και το κόμμα του, αφού θα αποχαιρετήσουν την αυτοδυναμία. Αυτή η απώλεια έχει καθοριστική σημασία, καθώς θα υποχρεωθούν να αναζητήσουν κυβερνητικό συνεταίρο.
Ο κ. Μητσοτάκης θα προτιμούσε το ΠΑΣΟΚ. Όμως, αυτό σχεδόν αποκλείεται (το έχει αποκλείσει ο Νίκος Ανδρουλάκης), λόγω του υψηλού κόστους που πλήρωσε το κόμμα εξαιτίας της προηγούμενης συνεργασίας του με τη ΝΔ (2012-2014, κυβέρνηση Σαμαρά).
Έτσι, η μοναδική διέξοδος που θα απομείνει στον κ. Μητσοτάκη θα είναι να απευθυνθεί σε κάποιο από τα ακροδεξιά κόμματα (Βελόπουλος, Λατινοπούλου, Νατσιός), τα οποία σήμερα βδελύσσεται.
Φυσικά, θα έχει την επιλογή να καταφύγει σε δεύτερες ή και σε τρίτες εκλογές κυνηγώντας την αυτοδυναμία. Αν, όμως, αυτή καταστεί αδύνατη, τότε θα βρεθεί μπροστά σε αδιέξοδο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι από τους πολιτικούς που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Θεωρείται βέβαιο ότι, πριν από τις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν τις προκηρύξει, θα μετρήσει καλά όλες τις πιθανότητες. Και αν δει ότι η αυτοδυναμία είναι αδύνατη και θα υποχρεωθεί να μπει στην περιπέτεια των συνεργασιών μοιραζόμενος την εξουσία, το δίλημμά του μπορεί να είναι αξεπέραστο. Θα είναι η πρώτη φορά που μια εκλογική νίκη θα είναι σαν «ήττα».
Γιατί να μπει σε τέτοια περιπέτεια και να μην παραδώσει το διάδοχό του έχοντας συμπληρώσει δύο θητείες, αν η τρίτη θα είναι επισφαλής και σίγουρα πολύ δυσκολότερη;
Τα ιστορικά παραδείγματα έχουν δείξει πότε και πώς φεύγουν οι πρωθυπουργοί. Και δύσκολα μπορείς να τα αποφύγεις, αν εν τω μεταξύ τα γεγονότα σε πάρουν από κάτω.
Για όσους σήμερα νομίζουν ότι μπορούν να ξεφύγουν από αυτήν τη «μοίρα», υπάρχει η διδακτική ρήση του Αμερικανού ηθοποιού Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ: «Τα πράγματα ποτέ δεν είναι τόσο άσχημα ώστε να μη μπορούν να χειροτερέψουν»…