Η ελληνική κοινωνία δεν είναι ικανοποιημένη με τη σημερινή κατάσταση.
Αυτό είναι κάτι που μπορούμε να το θεωρήσουμε τόσο δεδομένο όσο ότι αύριο ο ήλιος θα ανατείλει ξανά.
Όλες οι δημοσκοπήσεις κατατείνουν στο ίδιο συμπέρασμα: έντονη αποδοκιμασία της κυβέρνησης, σαφής «λαϊκή ετυμηγορία» για τα Τέμπη και τις κυβερνητικές ευθύνες, βαθιά αίσθηση ανασφάλειας για την κατάσταση με κρίσιμες λειτουργίες του κράτους όπως η υγεία και η παιδεία, πεποίθηση ότι υπάρχει διάχυτη πολιτική διαφθορά, αρνητική γνώμη για τον ίδιο τον πρωθυπουργό, άγχος και ανασφάλεια για την κρίση κόστους ζωής, φόβος ότι θεσμοί όπως η δικαιοσύνη δεν πρόκειται να παίξουν τον ρόλο που τους αναλογεί.
Όλα αυτά είναι δεδομένα και εξηγούν γιατί η ελληνική κοινωνία δεν θέλει τα πράγματα να συνεχίσουν όπως είναι τώρα.
Εξηγούν γιατί στην πραγματικότητα καταγράφεται ένα βαθύ αίτημα αλλαγής.
Αυτό που δεν φαίνεται, όμως, στις δημοσκοπήσεις – ίσως γιατί δεν είναι κάτι που μπορεί εύκολα να καταγραφεί σε μια δημοσκόπηση – είναι το περιεχόμενο αυτού του αιτήματος αλλαγής.
Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα απαντήσουν ότι το περιεχόμενο είναι η άρνηση της σημερινής πολιτικής.
Μόνο που το να αθροίσεις τα «όχι» δεν σημαίνει ότι έχεις βρει και τα αναγκαία «ναι».
Αυτό σημαίνει ότι η πρώτη αναγκαιότητα είναι το πέρασμα από το «όχι» στο «ναι», δηλαδή σε συγκεκριμένες προτάσεις που να κάνουν σαφή μια νέα συνθήκη. Με μεγαλύτερη αναδιανομή εισοδήματος, κοινωνική δικαιοσύνη, καλύτερη λειτουργία των θεσμών, βιώσιμη πράσινη μετάβαση και αναβάθμιση της θέσης των εργαζομένων και της μεσαίας τάξης.
Όμως, η δεύτερη προτεραιότητα είναι να πείσουν ότι όντως εκπροσωπούν την αλλαγή.
Και εδώ τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα.
Από τη μια υπάρχει ο πειρασμός όλα αυτά να υποκατασταθούν από κραυγές και μια γενικόλογη αντιπολιτευτική ρητορική, που στο τέλος θα απομακρύνει τους πολίτες, γιατί δεν θα δίνει κανένα εχέγγυο ότι μπορεί να μεταφραστεί σε πρόγραμμα και πρακτική διακυβέρνησης.
Από την άλλη, έχουμε τον αντίστροφο πειρασμό, όπου όλα υποτάσσονται σε μια αγωνία να δοθούν εχέγγυα κυβερνησιμότητας και «ρεαλισμού», με ορατό τον κίνδυνο να μην πείσουν την κοινωνία ακριβώς γιατί θα παραπέμπουν σε μια συνέχεια της τωρινής κατάστασης.
Ίσως ένα κριτήριο να μπορούν να μας δώσουν οι πολιτικοί που κατάφεραν να κάνουν τη «μεγάλη επιστροφή» και να οικοδομήσουν νέα σχέση με την κοινωνία.
Γιατί αυτό που θα διαπιστώσουμε, σε όλες τις περιπτώσεις είναι έναν συνδυασμό ανάμεσα στην ωριμότητα, αλλά ταυτόχρονα και την επιδίωξη βαθιών τομών. Μια αλλαγή πολύ πιο πέρα από κάθε επιφανειακό rebranding.
Θα αναφερθώ σε τρία παραδείγματα.
Το πρώτο είναι ο τρόπος που ο Γεώργιος Παπανδρέου από «παπατζής» των Δεκεμβριανών έγινε ο «Γέρος της Δημοκρατίας». Εάν κανείς προσέξει θα δει ότι ταυτόχρονα επέλεξε μια συνολική ρήξη με το μετεμφυλιακό καθεστώς μιλώντας για Ανένδοτο αγώνα και ταυτόχρονα έδειξε μια πολύ πιο ώριμη αντίληψη για το κυβερνητικό πρόγραμμα, μέσα από μεγάλες μεταρρυθμίσεις, που διακόπηκε βίαια με τα Ιουλιανά και την Αποστασία.
Το δεύτερο είναι η επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Μεταπολίτευση. Και εδώ έχουμε μια μεγάλη τομή: την επιλογή όχι για «αποκατάσταση» του προδικτατορικού καθεστώτος αλλά για πραγματική – και αβασίλευτη – δημοκρατία, που συνδυάστηκε με πραγματικές τομές στο κυβερνητικό έργο, με όλα τα προβλήματα που μπορεί να είχαν επιμέρους αποφάσεις.
Και το τρίτο είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου. Δεν είναι μόνο ότι κατάφερε να σταθεί όρθιος μετά το 1989, αρνούμενος μάλιστα να νομιμοποιήσει με την παρουσία του το Ειδικό Δικαστήριο, είναι ότι ταυτόχρονα αντιμετώπισε όσους ήθελαν να κάνουν το κόμμα του βαθιά συστημικό και κατάφερε να κερδίσει ξανά τις εκλογές του 1993 υποσχόμενος μια σημαντική τομή σε σχέση με την πρώτη εκδοχή νεοφιλελευθερισμού που είχε προηγηθεί και ως ένα βαθμό κάνοντας την πράξη, για παράδειγμα όταν έκανε ξανά δημόσια τα αστικά λεωφορεία στην Αθήνα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι οποιοδήποτε αίτημα αλλαγής σήμερα που θα μπορούσε να εμπνεύσει ξανά την κοινωνία θα πρέπει να μπορεί ταυτόχρονα να υπόσχεται μεγάλες τομές και ανατροπές και να εγγυάται ότι θα τα καταφέρει, με μια κυβερνητική πρακτική που θα είναι και σχεδιασμένη και σοβαρή.
Και όλα αυτά σημαίνουν ότι δεν αρκεί η επικοινωνία αλλά χρειάζεται και η ουσία: η γνώση, η στρατηγική, το πρόγραμμα. Και προπάντων η πραγματική διεκδίκηση να ηγηθεί μιας ανατρεπτικής δυναμικής, ενός αιτήματος αλλαγής.
Πηγή Του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου από το in.gr