Η χώρα μας, με τις τουλάχιστον 300.000 «κενές» θέσεις και τις δραματικές συνέπειες του δημογραφικού προβλήματος να γίνονται ήδη ορατές στην αγορά εργασίας, εξακολουθεί να «μετρά» εγκρίσεις μετακλήσεων αντί για πραγματικούς εργαζομένους και «χάνει» παραγωγικότητα, έσοδα και επενδύσεις.
Mελέτη της WorkInGreece.io αποτυπώνει το πρόβλημα, εκτιμώντας την απώλεια παραγωγής από τις ακάλυπτες θέσεις μεταξύ 7 και 9 δισ. ευρώ ετησίως, ποσοστό που προσεγγίζει το 3% του ΑΕΠ.
Ελλείψεις καταγράφονται σε θέσεις χαμηλής, μεσαίας και υψηλής εξειδίκευσης: εργάτες γης, προσωπικό καθαριότητας, αποθηκάριοι, οδηγοί, μάγειρες, καμαριέρες, τεχνικοί ψυκτικοί, ηλεκτρολόγοι, χειριστές μηχανημάτων, υδραυλικοί, αλλά και software engineers, data analysts και στελέχη IT, με τη ζήτηση για εργαζομένους από τρίτες χώρες να αφορά πλέον όλους τους παραγωγικούς κλάδους.
Όμως, όπως προκύπτει από τη μελέτη, η ολοκλήρωση μιας μετάκλησης μπορεί να χρειαστεί από έξι έως και οκτώ μήνες, ενώ σε ειδικότητες υψηλής εξειδίκευσης έως και το 35% των υποψηφίων τελικά δεν φτάνουν στη χώρα, επιλέγοντας άλλες ευρωπαϊκές αγορές με ταχύτερες διαδικασίες.
Η αβεβαιότητα ως προς τον χρόνο –και συχνά ως προς το αν τελικά θα ολοκληρωθεί η διαδικασία– καθιστά αδύνατο για τις επιχειρήσεις να προγραμματίσουν το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό για την ομαλή λειτουργία τους.
Πρόσθετα εμπόδια δημιουργούν η δυσκολία πιστοποίησης επαγγελμάτων όπως οι χειριστές μηχανημάτων, αλλά και η μη ορθολογική κατανομή των διαθέσιμων θέσεων ανά ειδικότητα, που συχνά δεν αντανακλά την πραγματική ζήτηση της αγοράς.
Την εικόνα συμπληρώνει η έλλειψη οργανωμένων πρακτικών ethical recruitment, που οδηγεί σε αυξημένη παράνομη αποχώρηση εργαζομένων μετά την άφιξή τους. Σε ορισμένους κλάδους δύο έως τέσσερις στους δέκα εγκαταλείπουν την επιχείρηση μέσα στους πρώτους μήνες, δημιουργώντας νέο κύκλο ελλείψεων.
Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία των υπουργείων Εξωτερικών και Μεταναστευτικής Πολιτικής, και εν αναμονή της υπογραφής νέας Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου που θα καθορίζει τις εγκρίσεις για το 2026, το 2025 είχαν εγκριθεί με την ΠΥΣ 2025 89.290 θέσεις.
Παρά δε, τις δηλώσεις των εργοδοτών για εκατοντάδες χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας, οι αιτήσεις για μετακλήσεις εργαζομένων από τρίτες χώρες, δεν ξεπέρασαν τις 55.000. Ακόμη κι από αυτές βέβαια, οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις ενέκριναν τις 44.000.
Οι θεωρήσεις εισόδου δε, από το υπουργείο Εξωτερικών, δεν ξεπέρασαν τις 23.000 μαζί με τις εγκρίσεις αδειών διαμονής από το υπουργείο Μετανάστευσης. Αν υπολογίσουμε ότι, εκκρεμούν αυτήν την στιγμή, άλλες περίπου 11.000 αιτήσεις που έχουν υποβληθεί αλλά δεν έχουν ακόμη εξεταστεί διαπιστώνει εύκολα κανείς, ότι συνολικά, καλύφθηκαν ή θα καλυφθούν μόλις 4 στις 10 αρχικά εγκεκριμένες θέσεις.
Οι λόγοι που από τις αρχικές εγκρίσεις, περισσότερες από τις μισές δεν καταλήγουν ποτέ σε άφιξη ή απασχόληση εργαζομένων είναι πολλοί: οι χρονοβόρες διαδικασίες, ο κατακερματισμός αρμοδιοτήτων σε πολλά υπουργεία, οι καθυστερήσεων σε προξενεία, η ασάφεια στα χρονοδιαγράμματα και η βαριά γραφειοκρατία, και τέλος, η αργοπορημένη έγκριση που έχει ως αποτέλεσμα, είτε οι υποψήφιοι να επιλέγουν άλλες χώρες με καλύτερους όρους, είτε οι επιχειρήσεις να μην έχουν πλέον τις ίδιες ανάγκες.
Υπάρχει σήμερα, για παράδειγμα, κατασκευαστική εταιρεία που συμφώνησε με 40 Ινδούς για να εργαστούν στην Ελλάδα ως χειριστές κλαρκ, και όταν τελικά ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες, το έργο είχε ήδη τελειώσει. Με αποτέλεσμα να καλείται τώρα η εταιρεία να πληρώσει και αποζημιώσεις στους μετανάστες, οι οποίοι απέρριψαν άλλες προτάσεις, προκειμένου να έρθουν στη χώρα μας…
Η μελέτη της WorkInGreece.io υπολογίζει πως η μέση προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο διαμορφώνεται σε περίπου 10.000 ευρώ στον αγροτικό τομέα, 16.500 ευρώ στον τουρισμό, 34.000 ευρώ στο χονδρικό εμπόριο και τα logistics, 58.600 ευρώ στη βιομηχανία και τις κατασκευές και 65.000 έως 90.000 ευρώ σε ειδικότητες πληροφορικής υψηλής εξειδίκευσης.
Έτσι, κάθε θέση που παραμένει κενή συνεπάγεται αντίστοιχη απώλεια για την επιχείρηση και το ΑΕΠ, με τις συνολικές επιπτώσεις να αυξάνονται σημαντικά όταν οι ανάγκες ξεπερνούν τις δεκάδες χιλιάδες.
Σταθερό κενό καταγράφεται και στον κλάδο της Πληροφορικής, όπου έξι στις δέκα επιχειρήσεις δηλώνουν ότι δεν μπορούν να καλύψουν τις θέσεις που ανοίγουν, ενώ οι αγγελίες παραμένουν ενεργές επί μήνες. Πολλοί υποψήφιοι από τρίτες χώρες εγκαταλείπουν τη διαδικασία λόγω των καθυστερήσεων, επιλέγοντας χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία ή η Τσεχία
. Αντίστοιχες επιπτώσεις παρατηρούνται και στους κλάδους των logistics και του χονδρικού εμπορίου, όπου η έλλειψη προσωπικού δημιουργεί καθυστερήσεις, ακυρώσεις παραγγελιών και αυξημένο λειτουργικό κόστος.
Συνολικά, με βάση τις πραγματικές ανάγκες –90.000 θέσεις στον τουρισμό, 80.000 στη γεωργία, 150.000 σε βιομηχανία, κατασκευές, logistics και χονδρικό εμπόριο και περίπου 12.000 σε υψηλή εξειδίκευση όπως η Πληροφορική- η απώλεια παραγωγής εκτιμάται σε 7,6 δισ. ευρώ, με εύρος που φθάνει τα 9 δισ. σε δυσμενέστερα σενάρια.
Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν επίσης ότι το δημογραφικό πρόβλημα θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις ανάγκες των επόμενων ετών, καθώς η γήρανση του πληθυσμού και η μείωση του ενεργού εργατικού δυναμικού θα αυξήσουν τη ζήτηση για εργαζομένους από τρίτες χώρες σε όλους τους κλάδους.
Η ευρωπαϊκή διάσταση του προβλήματος αποτυπώνεται και στην παρέμβαση της προέδρου της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία έχει επισημάνει ότι οι εργαζόμενοι από τρίτες χώρες αντιστοιχούν σε περίπου 9% του εργατικού δυναμικού της ΕΕ και ευθύνονται για πάνω από το 50% της αύξησης της απασχόλησης τα τελευταία χρόνια. Σε χώρες όπως η Γερμανία, η απουσία τους θα είχε μειώσει το ΑΕΠ κατά 6%.
Όπως δηλώνει στο Εuro2day.gr, ο πρόεδρος της WorkInGreece.io, Βαγγέλης Κανελλόπουλος, «η μετάκληση εργαζομένων από τρίτες χώρες δεν είναι μια τυπική διοικητική διαδικασία· αποτελεί κρίσιμο παράγοντα ανταγωνιστικότητας. Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να χάνει 7–9 δισ. ευρώ τον χρόνο λόγω καθυστερήσεων και αβεβαιότητας. Χρειάζεται ένα σύστημα μετάκλησης γρήγορο, προβλέψιμο και αποτελεσματικό. Το επερχόμενο νομοσχέδιο μπορεί –και πρέπει– να αποτελέσει καταλύτη για την επιτάχυνση της διαδικασίας».
Όπως καταλήγει η μελέτη, η Ελλάδα δεν στερείται διαθέσιμων εργαζομένων διεθνώς· στερείται ενός συστήματος που θα επιτρέπει στις επιχειρήσεις να τους φέρουν στη χώρα έγκαιρα και αξιόπιστα. Με κενό 300.000 θέσεων και απώλεια έως 9 δισ. ευρώ ετησίως, η αποτελεσματική μετάκληση εργαζομένων αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αναπτυξιακά στοιχήματα της επόμενης δεκαετίας.
Εν αναμονή της ΠΥΣ και του Νομοσχεδίου
Το αμέσως επόμενο διάστημα, αναμένεται η υπογραφή της νέας ΠΥΣ για τις ανάγκες του 2026, με τις πληροφορίες να θέλουν τις εισηγήσεις του υπουργείου Εργασίας να αφορούν λίγες χιλιάδες θέσεις λιγότερες, από αυτές του 2025.
Οι αποφάσεις λαμβάνονται μετά από διαβούλευση και εισηγήσεις των υπηρεσιών και της Μονάδας Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Εργασίας (ΜΕΚΥ) και η οριστική ΠΥΣ αναμένεται να περάσει πιθανότατα εντός του μήνα, από την έγκριση του υπουργικού συμβουλίου.
Εν αναμονή βρισκόμαστε και όσον αφορά το νομοσχέδιο του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής για την μετανάστευση, με τις πληροφορίες να θέλουν το αρμόδιο υπουργείο να διαχωρίζει την «παράνομη» από «νόμιμη μετανάστευση», τονίζοντας ότι είναι δύο διαφορετικά ζητήματα με διαφορετικές συνέπειες.
Έτσι, αναμένεται να προηγηθούν οι ρυθμίσεις για την παράνομη μετανάστευση και στη συνέχεια να προχωρήσει η αναμόρφωση του συστήματος μετακλήσεων, παρ’ ότι στο υπουργείο γνωρίζουν πως υπάρχουν σοβαρές δυσλειτουργίες στις διαδικασίες μετακλήσεων (γραφειοκρατία, έλεγχοι, καθυστερήσεις).
Σύμφωνα με τον αρμόδιο υπουργό Θ. Πλεύρη, στρατηγική στόχευση είναι «η ενίσχυση της νόμιμης, ελεγχόμενης μετανάστευσης, ώστε να μειωθεί η παράνομη και να προστατεύονται οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις».
Στο πλαίσιο αυτό, αναμένεται να επιταχυνθεί η διαδικασία για έκδοση ασύλου, από τις αιτήσεις που εκκρεμούν, προκειμένου στη συνέχεια να τους δίνεται και η άδεια εργασίας. Παράλληλα, υπάρχουν περίπου 80.000 με 100.000 καθυστερήσεις αιτήσεων ανανέωσης και έκδοσης άδειας παραμονής, και εκτιμάται ότι τουλάχιστον 60.000 μετανάστες που ήδη βρίσκονται στη χώρα μας, που είναι είτε όμηροι ως αντικείμενο εκμετάλλευσης είτε εργαζόμενοι ως ανασφάλιστοι, οι οποίοι θα μπορέσουν να καλύψουν κάποιες ανάγκες.
Παράλληλα, υπάρχει και η πρόβλεψη μετανάστες που βρίσκονται σε κέντρα κράτησης να εκπαιδευτούν και να λάβουν άδεια εργασίας. Πρόκειται βέβαια, για κινήσεις που σύμφωνα με τις επιχειρήσεις δεν πρόκειται να λύσουν το πρόβλημα, διακατέχονται δε, από μια διαφορετική φιλοσοφία, που βάζει σε δεύτερη μοίρα τις μετακλήσεις.
Τέλος, ιδιαίτερη προσπάθεια θα γίνει για ενεργοποίηση διακρατικών συμφωνιών, όπως για παράδειγμα αυτή με την Αίγυπτο, ενώ σημαντική θεωρείται πως θα είναι και η συμμετοχή των Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας.
