Το πρώτο τρίμηνο του 2026 αναμένεται να αρχίσει το πιλοτικό «σερβίρισμα» των έτοιμων γευμάτων της Σκλαβενίτης εκτός του δικτύου των σούπερ μάρκετ, σε μια κίνηση που σηματοδοτεί τη διεύρυνση της δραστηριότητας του ομίλου σε μια κατηγορία με ισχυρή ζήτηση και ξεκάθαρη εμπορική προοπτική.
Μετά την εξαγορά της αλυσίδας «Σπιτική Κουζίνα», το νέο αυτό κεφάλαιο βρίσκεται ακόμη στο στάδιο του σχεδιασμού, ωστόσο επιδίωξη είναι στο πρώτο τρίμηνο του 2026 να λειτουργήσουν τα πρώτα πιλοτικά καταστήματα λιανικής, ώστε να «μετρηθεί» η δυναμική του εγχειρήματος και να ληφθούν αποφάσεις για πιθανή επέκταση.
Η οικογένεια Σκλαβενίτη δείχνει να πιστεύει στρατηγικά στην ανάπτυξη της αγοράς των έτοιμων γευμάτων. Έχοντας ήδη αποκτήσει ισχυρή ταυτότητα στην κατηγορία μέσω της instore διάθεσης έτοιμων γευμάτων, ο όμιλος κινείται μεθοδικά, αξιοποιώντας το πλεονέκτημα διαφοροποίησης που διαθέτει έναντι του ανταγωνισμού.
Πάνω σε αυτό το έδαφος ο όμιλος επιχειρεί να «μαγειρέψει» περαιτέρω ανάπτυξη εντός και εκτός συνόρων, επενδύοντας περισσότερα από 100 εκατ. ευρώ στη νέα μονάδα παραγωγής έτοιμων γευμάτων στη Μαγούλα Αττικής, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί στα τέλη του 2026.
Καινοτόμα projects
Ταυτόχρονα, ο όμιλος εξετάζει διάφορα καινοτόμα projects συνδυάζοντάς τα και με τα υπόλοιπα επενδυτικά του πλάνα.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στο mega project του Food Hall, η λειτουργία του οποίου τοποθετείται στις αρχές του 2027, πέρα από την υπεραγορά τροφίμων, περιλαμβάνονται περίπου 20 εστιατόρια με διαφορετικές κουζίνες.
Ένα ακόμα στοιχείο διαφορετικότητας στο Food Hall θα είναι ο χώρος των «μικρών παραγωγών». Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, προβλέπεται να δημιουργηθούν περί τα 8-10 περίπτερα, τα οποία θα «φιλοξενούν» δωρεάν νέα λανσαρίσματα μικρών παραγωγών, λειτουργώντας ως «θερμοκοιτίδα» για καινούργια και καινοτόμα προϊόντα που, εφόσον δείξουν εμπορική δυναμική, θα μπορούν να ενταχθούν μελλοντικά στα ράφια της Σκλαβενίτης.
Όσον αφορά τον επικείμενο κύκλο εξαγορών του κλάδου το 2026, δεν αναμένεται να βρει τον όμιλο σε πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς το υψηλό μερίδιο αγοράς (35%), λειτουργεί ως φυσικός περιορισμός περαιτέρω επιθετικών κινήσεων.
Υπό αυτό το πρίσμα, οποιαδήποτε εξαγορά δρομολογηθεί από τον όμιλο θα πρέπει να είναι σχολαστικά μελετημένη, ώστε να μην εγείρει ζητήματα ανταγωνισμού.
Οι πιθανές κινήσεις θα αφορούν μικρές, τοπικές αλυσίδες στην περιφέρεια, με εστίαση κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα, μια αγορά με έντονη εποχικότητα και υψηλά λειτουργικά κόστη, που απαιτεί προσεκτική αποτίμηση κινδύνου πριν από οποιαδήποτε επενδυτική απόφαση.
Την ίδια στιγμή, το πλάνο για διεθνή επέκταση του ομίλου παραμένει ενεργό.
Η Πολωνία έχει ήδη «κλειδώσει» ως πιθανή αγορά εισόδου και στην παρούσα φάση διενεργούνται αναγνωριστικές μελέτες, ωστόσο οποιαδήποτε κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση δεν φαίνεται να έχει άμεσο ορίζοντα υλοποίησης.
