Τα αποτελέσματα της έρευνας για την ανάσχεση του φαινομένου μετανάστευσης ανθρώπινου κεφαλαίου (Brain Drain) της ICAP People Solutions παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του 4ου Human Capital Summit.
Η φετινή έρευνα, 4η στη σειρά, επιβεβαιώνει την εικόνα που κατέδειξαν οι προηγούμενες ενώ εντοπίζει και κάποιες ποιοτικές εξελίξεις.
Οι Έλληνες του brain drain κατά μεγάλο ποσοστό θα παραμείνουν εκεί, χωρίς να υπάρχει τρόπος για τη χώρα να αξιοποιήσει τις εμπειρίες και τις γνώσεις που έχουν αποκτήσει με παραγωγικό τρόπο, είναι ένα από τα συμπεράσματα της έρευνας.
Ποιοι φεύγουν και τι κάνουν
Aν το δείγμα είναι κατά τα ¾ διαφορετικό από της περσινής έρευνας, ως κοινά χαρακτηριστικά παραμένουν ότι, το εκπαιδευτικό επίπεδο των συμμετεχόντων είναι πολύ υψηλό, (πτυχιούχοι κατά 92%), ότι εργάζονται κατά πλειοψηφία στο Ηνωμένο Βασίλειο και την υπόλοιπη Ευρώπη, ότι μοιράζονται κυρίως μεταξύ οικονομικών σπουδών και STEM, και ότι κατά 60% μετακινήθηκαν στο εξωτερικό αφού είχαν ήδη εργαστεί στην Ελλάδα.
Οι κυριότεροι κλάδοι όπου απασχολούνται είναι η πληροφορική, ο κατασκευαστικός/ενεργειακός και ο τραπεζοασφαλιστικός. Ακολουθούν εκπαίδευση και υπηρεσίες υγείας. Είναι κατά το ήμισυ απλοί υπάλληλοι, όμως έχει αυξηθεί ο αριθμός αυτών που έχουν υπεύθυνη θέση και αυτό αποτυπώνεται και στις αμοιβές τους. Ελάχιστοι απασχολούνται ως επιχειρηματίες. Πάνω από τους μισούς εργάζονται στο εξωτερικό για πάνω από 3 χρόνια.
Γιατί φεύγουν
Οι Έλληνες που έφυγαν δηλώνουν ως πρώτη αιτία αναχώρησης την έλλειψη αξιοκρατίας και τη διαφθορά, με δεύτερη αιτία την οικονομική κρίση.
Γιατί θα γύριζαν
Όμως βασικές προϋποθέσεις επιστροφής αναφέρονται η εύρεση εργασίας με αντίστοιχες αποδοχές και η βελτίωση της οικονομίας γενικά. Πάντως ένα μικρό ποσοστό που έχει επιστρέψει δηλώνει ότι οι βασικοί λόγοι επιστροφής ήταν οικογενειακές υποχρεώσεις σε σχέση με γονείς ή παιδιά.
Πώς συνδέονται με την Ελλάδα
Συνδέονται με την Ελλάδα μέσω της μουσικής, του κινηματογράφου, της θρησκείας και εν γένει της παράδοσης και μόνο ένα τρίτο δηλώνει ότι υποστηρίζει την Ελλάδα στο εξωτερικό με διάφορους τρόπους. Όμως το ένα τρίτο δηλώνει ότι δε σκοπεύει να επιστρέψει στη χώρα.
Η παρουσίαση των αποτελεσμάτων της ενδιαφέρουσας έρευνας πραγματοποιήθηκε από τον κ. Κώστα Ζούλια, Director, ICAP Human Capital Consulting, ο οποίος δήλωσε: «Με ευαισθησία και αμείωτο ενδιαφέρον παρακολουθούμε, εδώ και 4 έτη την εξέλιξη του ανησυχητικού φαινομένου για τους νέους επιστήμονες και τα Στέλέχη της πατρίδας μας. Καταληκτικά, φαίνεται ότι ο πληθυσμός του brain drain ωριμάζει και εξελίσσεται και όσοι από αυτούς επιτυγχάνουν στις νέες τους πατρίδες, κατά μεγάλο ποσοστό θα παραμείνουν εκεί, χωρίς να υπάρχει τρόπος για τη χώρα να αξιοποιήσει τις εμπειρίες και τις γνώσεις που έχουν αποκτήσει με παραγωγικό τρόπο».
Στο πλαίσιο των εργασιών του Συνεδρίου, ο κ. Άκης Σκέρτσος, Γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) σχολίασε επίσης τα αποτελέσματα της έρευνας αναφέροντας επιγραμματικά ότι η εξίσωση απλά δε βγαίνει όσο συνεχίζουμε να έχουμε αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης και να συντηρούμε ένα εχθρικό περιβάλλον προς τους νέους και τις επιχειρήσεις με αναξιοκρατία, κακούς θεσμούς, αναποτελεσματική παιδεία και υψηλούς φόρους στην παραγωγή και την εργασία.
Σημείωσε ότι, προς το παρόν μετράμε τους ανθρώπους που φεύγουν από τη χώρα μας και όχι το αντίστροφο ενώ παράλληλα, κινδυνεύουμε να γίνουμε σταδιακά μια χώρα γερόντων, χωρίς οικονομικό δυναμισμό. Και γι’ αυτό χρειαζόμαστε άμεσα πρωτοβουλίες για μαζικές επενδύσεις και δράσεις ώστε ο πληθυσμός της χώρας να αυξηθεί σημαντικά μέχρι το 2030.
Πιο συγκεκριμένα, δήλωσε: «Στο μείζον θέμα του brain drain είναι προτιμότερο να μιλάμε με συγκεκριμένα παραδείγματα που αναδεικνύουν τους πρακτικούς λόγους που διώχνουν από τη χώρα μας τα καλύτερα μυαλά που διαθέτουμε. Αναφέρομαι φυσικά στην υπερφορολόγηση της εργασίας. Αν συγκρίνουμε λοιπόν έναν μισθωτό με μηνιαίο καθαρό εισόδημα ~1730 ευρώ/μήνα στην Ελλάδα και την Κύπρο, θα διαπιστώσουμε ότι οι φόροι και οι εισφορές που αποδίδει στο Κυπριακό κράτος αποτελούν μόλις το 14% του μικτού μισθού του ενώ στο Ελληνικό το 45%! Ο ίδιος εργαζόμενος «κοστίζει» δηλαδή σε μια Κυπριακή επιχείρηση 24.157 ευρώ ετησίως, ενώ σε μια Ελληνική επιχείρηση 37.518 ευρώ. Συνεπώς έχουμε τέσσερα «κρατούμενα» για τους φίλους Κύπριους: καλύτερα αμειβόμενους εργαζόμενους, πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, πιο ανταποδοτικές δημόσιες υπηρεσίες και ένα συνολικά πιο ελκυστικό κράτος για ξένες και εγχώριες επενδύσεις. Η μείωση της υπερφορολόγησης της εργασίας ώστε να υπάρξει αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των Ελληνικών επιχειρήσεων, αποτελεί μείζονα προτεραιότητα για περισσότερες επενδύσεις, νέες θέσεις απασχόλησης και επαναπατρισμό των άξιων Ελλήνων και Ελληνίδων που έχουν εγκαταλείψει τη χώρα μας στα δύσκολα χρόνια της κρίσης.»
[lifo]