Κάποιοι γεννιούνται στη ζωή αυτή με το άγγιγμα του Μίδα. Άλλοι, ό,τι πιάνουν γίνεται κάρβουνο. Χαρακτηριστική παράδειγμα ο Χάντινγκτον Χάρτφορντ.
Έχοντας κληρονομήσει μια περιουσία τουλάχιστον 90 εκ. δολαρίων (η σημερινή της αξία θα ήταν πολύ μεγαλύτερη) κατάφερε να την ξοδέψει σχεδόν ολόκληρη ως αποτυχημένος κτηματομεσίτης, μαικήνας των Τεχνών και μέλος της υψηλής κοινωνίας του Μανχάταν και του Χόλιγουντ – για να μην αναφέρουμε τις τέσσερις όμορφες νεαρές γυναίκες που παντρεύτηκε και που όλες τους τον χώρισαν.
Εγγονός ενός μεγαλέμπορου τσαγιού και ιδρυτή της αλυσίδας σουπερμάρκετ A&P, που ήταν κάποια εποχή η μεγαλύτερη επιχείρηση λιανικής στον κόσμο, ο Χάντιγκτον γεννήθηκε στις 18 Απριλίου του 1911 και μεγάλωσε στα πούπουλα.
Όταν πέθανε ο παππούς του, την ανατροφή του 11χρονου τότε πλουσιόπαιδου ανέλαβε αποκλειστικά η αυταρχική μητέρα του Ενριέτα μαζί μ’ έναν στρατό από υπηρέτες σε μια έπαυλη στο Νιούπορτ του Ρόουντ Άιλαντ, ενώ σύντομα έγινε δικαιούχος ενός ετήσιου εισοδήματος 1,5 εκ. δολαρίων.
Το 1930, λίγο αφότου άρχισε φιλολογικές σπουδές στο Χάρβαρντ, η μητέρα του σκεφτόταν να τον παντρέψει με μια ζάπλουτη νεαρή γειτόνισσα, την Ντόρις Ντιουκ, κληρονόμο ενός μεγιστάνα του καπνού, αλλά ο Χάντινγκτον ερωτεύτηκε μια εκπαιδευόμενη νηπιαγωγό, την 18χρονη τότε Μαίρη Λη Έπλινγκ, που έγινε και η πρώτη του σύζυγος.
Σαν αποφοίτησε από το φημισμένο Πανεπιστήμιο ο Χάντιγκτον πήγε να πιάσει δουλειά στα κεντρικά της A&P στη Νέα Υόρκη. Νόμιζε ότι θα αναλάβει κάποιο ανώτερο διοικητικό πόστο, αλλά αντίθετα του ανέθεσαν να παρακολουθεί τις πωλήσεις ψωμιού και κέικ.
Η καριέρα του στην οικογενειακή επιχείρηση είχε άδοξο τέλος όταν μια μέρα αποφάσισε να μην πάει στη δουλειά προκειμένου να παρακολουθήσει έναν αγώνα ποδοσφαίρου μεταξύ των φοιτητικών ομάδων του Χάρβαρντ και του Γέιλ. Από εκεί και μετά ακολούθησε τον δικό του δρόμο.
Το 1940 επένδυσε 100.000 δολάρια για την ίδρυση μιας εφημερίδας, της PM στη Νέα Υόρκη κι έπιασε δουλειά ως ρεπόρτερ. Αλλά και αυτά τα σχέδιά του ναυάγησαν καθώς καθυστερούσε χαρακτηριστικά να παραδώσει τα ρεπορτάζ του.
Σε μια περίπτωση μάλιστα που τον είχαν στείλει να καλύψει ένα θέμα στο Λονγκ Άιλαντ, δικαιολογήθηκε στον αρχισυντάκτη του ότι άργησε να επιστρέψει επειδή, πήγε και γύρισε με το γιοτ του, αλλά δεν έβρισκε χώρο στο λιμάνι για να το αράξει…
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατατάχθηκε στην ακτοφυλακή, στην οποία δώρισε το γιοτ του και ανταμείφθηκε με το αξίωμα του καπετάνιου σ’ ένα μικρό πλοίο τροφοδοσίας, το οποίο κατάφερε δυο φορές να προσαράξει σε αβαθή.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, πήγε κι άνοιξε ένα πρακτορείο μοντέλων στο Λος Άντζελες κι άρχισε να βγαίνει ραντεβού με διασημότητες όπως η ηθοποιός Λάνα Τάρνερ και σε μια περίπτωση και με την Μέριλιν Μονρόε, την οποία περιέγραψε ως «πολύ πιεστική, σαν πόρνη πολυτελείας».
Προσπάθησε να αγοράσει τουλάχιστον δύο στούντιο του Χόλυγουντ, ενώ έστησε το καλλιτεχνικό ίδρυμα Huntingon Hartford, και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε μπλεγμένος στα δίχτυα μιας 18χρονης στάρλετ, ονόματι Μάρτζορι Στηλ, την οποία και παντρεύτηκε τελικά το 1949.
Ωστόσο, ούτε η καριέρα στου χώρο του θεάματος έμελλε να στεφθεί με επιτυχία. Η πρώτη παραγωγή του το 1955 στο Μπρόντγουεϊ, το θεατρικό έργο A Day by the Sea, πάτωσε.
Τρία χρόνια αργότερα, ανέβασε μια διασκευή της Τζέιν Έιρ της Σαρλότ Μπροντέ που έγραψε ο ίδιος με τον Έρολ Φλιν στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η παράσταση απέτυχε παταγωδώς στο Λος Άντζελες, αλλά και στη Νέα Υόρκη με άλλο πρωταγωνιστή.
Η τρίτη και τελευταία παραγωγή του στο Μπρόντγουεϊ, το έργο “Does A Tiger Wear a Necktie?” ήταν η μοναδική του παρηγοριά καθώς ο πρωταγωνιστής, ένας νεαρός τότε ηθοποιός ονόματι Αλ Πατσίνο, κέρδισε με την ερμηνεία του το κοινό και απέσπασε ένα βραβείο Tony.
Αλλά τα πιο πολλά λεφτά του τα έχασε σ’ ένα άλλο εγχείρημα.
Το 1959 αγόρασε το μεγαλύτερο τμήμα του νησιού Χογκ στην Καραϊβική, το μετονόμασε «Νησί του Παραδείσου» και βάλθηκε να το μετατρέψει σ’ ένα θέρετρο που εγκαινίασε τρία χρόνια αργότερα μ’ ένα πάρτι με 2.000 προσκεκλημένους, μεταξύ των οποίων η διάσημη ηθοποιός Ζα Ζα Γκαμπόρ.
Δεν κατάφερε, όμως, να πάρει άδεια για να ανοίξει καζίνο και έτσι ούτε αυτή η μπίζνα ορθοπόδησε.
Στο πολυτελές συγκρότημα κατοικιών που είχε κτίσει φιλοξένησε πάντως εκείνα τα χρόνια προσωπικότητες όπως οι Ρίτσαρντ Νίξον, Ούινστον Τσόρτσιλ, Αριστοτέλης Ωνάσης, Σον Κόνερι και οι Beatles. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις το «Νησί του Παραδείσου» του κόστισε περίπου το ένα τρίτο της κληρονομιάς του.
Ακολούθησαν κι άλλες αποτυχημένες επενδύσεις, όπως ένας αυτοματοποιημένος χώρος στάθμευσης στο Μανχάταν, ένα ινστιτούτο που ιδρύθηκε για να συνδράμει υποτίθεται στην έρευνα για την έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου, ένα φαντεζί ευρωπαϊκού στυλ καφέ στο Σέντραλ Πάρκ, αλλά και ένα μουσείο Τέχνης κόστους οκτώ εκατομμυρίων δολαρίων, που έφερε το όνομά του και εγκαινιάστηκε στο Columbus Circle του Μανχάταν το 1964, για να το εγκαταλείψει και αυτό αργότερα.
Στο μεταξύ είχε πάρει ένα πανάκριβο διαζύγιο από την Μάρτζορι Στιλ πληρώνοντας συν τοις άλλοις από ένα εκατομμύριο δολάρια σε καταπιστεύματα για το καθένα από τα τρία παιδιά τους και παντρεύτηκε ένα νεαρό μοντέλο, την κοκκινομάλλα Νταϊάν Μπράουν.
Η σχέση τους ήταν θυελλώδης, με την Νταϊάν να τα φτιάχνει κάποια στιγμή με τον τραγουδιστή Μπόμπι Ντάριν, αλλά και εκείνον να διατηρεί παράλληλες σχέσεις.
Τα βρήκαν πάντως κι έκαναν μια κόρη, αλλά τελικά πήραν διαζύγιο το 1970.
Τέσσερα χρόνια αργότερα κι ενώ ο Χάντινγκτον ήταν τότε 63 ετών, αποφάσισε να ανταλλάξει για τέταρτη φορά στη ζωή του όρκους αιώνιας πίστης και αφοσίωσης, αυτή τη φορά με μια 20χρονη κομμώτρια από το Φορτ Λόντερντεϊλ της Φλόριντα, την Ελέιν Κέι. Αλλά ούτε ο γάμος αυτός έμελλε να αντέξει.
Το ζευγάρι χώρισε το 1981, αλλά συνέχισαν να συζούν στο πολυτελές διαμέρισμα των 20 δωματίων του Χάντινγκτον στο Μανχάταν. Σύμφωνα με άρθρο του Vanity Fair το 2004 η Κέι ήταν που του έμαθε να κάνει χρήση ναρκωτικών…
H βρωμιά και η ακαταστασία στη μονοκατοικία στην οποία μετακόμισε στη συνέχεια στην ίδια περιοχή της Νέας Υόρκης, έφθασε σε τέτοιο σημείο, ώστε αναγκάστηκε να τον προειδοποιήσει η Υγειονομική Υπηρεσία ότι θα επέμβει.
Τελικά το 1992 κήρυξε πτώχευση κι η κόρη του Τζουλιέτα τον βρήκε να ζει μόνος σ’ ένα κακόφημο σπίτι στο Μπρούκλιν.
Τον έβαλε αρχικά σε γηροκομείο, προτού τον πάρει στις Μπαχάμες για να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε μια βίλα με χρήματα από ένα καταπίστευμα, που γλίτωσε από την χρεοκοπία του.
Μέχρι το τέλος της ζωής του σε ηλικία 97 ετών τον Μάιο του 2008, ο Χάντινγκτον δεν έδειξε να μετανιώνει που σπατάλησε μια ολόκληρη περιουσία σε μια ζωή που ήταν το ακριβώς αντίθετου του λεγόμενου «αμερικανικού ονείρου».
«Toυλάχιστον προσπάθησα να χρησιμοποιήσω δημιουργικά τα εκατομμύριά μου», είχε γράψει στο περιοδικό του το Show. «Αλλά το χρυσό πουλί ξεγλίστρησε απ’ τα χέρια μου και πέταξε μακριά»…
Πηγή:iefimerida.gr