Μειωμένος κατά 544 εμφανίζεται ο αριθμός των κατόχων αδειών παραμονής στο πλαίσιο του προγράμματος «χρυσή βίζα» με το πέρας του πρώτου εξαμήνου του 2022.
Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς ακινήτων, η τάση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιοι από τους κατόχους αδειών των πρώτων ετών επέλεξαν να μην τις ανανεώσουν μόλις ολοκληρώθηκε η πενταετία ισχύος τους, είτε γιατί προτίμησαν την άδεια κάποιας άλλης χώρας είτε γιατί δεν την χρειάζονται πλέον, είτε γιατί προτίμησαν να μεταπωλήσουν το ακίνητο που είχαν αγοράσει, ώστε να κεφαλαιοποιήσουν τυχόν υπεραξίες.
Τούρκος επενδυτής που είχε αγοράσει ακίνητο στο Κολωνάκι το 2017 αντί 260.000 ευρώ, το πούλησε έναντι σχεδόν διπλάσιου ποσού.
Οπως αναφέρει στην «Κ» ο κ. Αλέξανδρος Ρισβάς, επικεφαλής του δικηγορικού γραφείου Ρισβάς και Συνεργάτες, που ειδικεύεται στον τομέα των προγραμμάτων επενδυτικής μετανάστευσης, «αρκετοί ξένοι επενδυτές, που τοποθετήθηκαν στην ελληνική αγορά ακινήτων το 2017 και το 2018, επιλέγουν σήμερα να μεταβιβάσουν το ακίνητό τους, ώστε να κεφαλαιοποιήσουν τις υπεραξίες που έχουν δημιουργηθεί.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ακινήτων υψηλής ζήτησης, το κέρδος είναι πολύ σημαντικό». Για παράδειγμα, Τούρκος επενδυτής που είχε αγοράσει ακίνητο επί της οδού Σόλωνος στο Κολωνάκι το 2017 αντί ποσού της τάξεως των 260.000 ευρώ, το πούλησε πρόσφατα έναντι σχεδόν διπλάσιου ποσού.
Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, από το πρώτο τρίμηνο του 2018, όταν και ξεκίνησε η ανάκαμψη της αγοράς κατοικίας και μέχρι το φετινό πρώτο τρίμηνο, οι τιμές πώλησης κατοικιών στην Αττική έχουν αυξηθεί κατά σχεδόν 40% κατά μέσον όρο, ενώ σε αρκετές περιοχές οι αυξήσεις είναι ακόμα υψηλότερες. Αυτό αφορά ιδίως τα σημεία που είχαν τοποθετηθεί οι επενδυτές του προγράμματος «χρυσή βίζα», όπως το κέντρο της Αθήνας και τα νότια προάστια. Στην Αττική, η αύξηση των τιμών των κατοικιών κατά το φετινό πρώτο τρίμηνο ανήλθε σε 9,7% σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, ενώ συνολικά το 2021 η αύξηση άγγιξε το 9,4%, έναντι αυξήσεων 7,8% το 2020 και 10,6% το 2019.
Σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων του υπ. Μετανάστευσης και Ασύλου, καταγράφονται σημαντικές μειώσεις αδειών, ιδίως μεταξύ των Κινέζων, των Ρώσων και των Τούρκων επενδυτών, δηλαδή των τριών πιο κινητικών ομάδων/χωρών μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των Κινέζων κατόχων αδειών παραμονής υποχώρησε στο τέλος του πρώτου εξαμήνου σε 5.949, από 6.391 στο τέλος Ιανουαρίου, μια μείωση κατά 442 άδειες, ή -7%. Ουσιαστικά δηλαδή ο ρυθμός έκδοσης νέων αδειών ήταν αισθητά χαμηλότερος από τον αριθμό των αδειών που δεν ανανεώθηκαν, δείγμα του ρυθμού της αποχώρησης των Κινέζων από την αγορά ακινήτων. Σύμφωνα με τον κ. Ρισβά, πλέον πολλοί Κινέζοι επενδυτές αποφεύγουν την απόκτηση ακινήτων στην Ελλάδα, λόγω της σημαντικής ανόδου των τιμών, και επιλέγουν να εξασφαλίσουν άδεια παραμονής μέσω της κατάθεσης 400.000 ευρώ σε προθεσμιακό λογαριασμό εγχώριας τράπεζας, στο πλαίσιο του σχετικού θεσμικού πλαισίου.
Αντίστοιχα οι Ρώσοι επενδυτές έχουν μειωθεί κατά 168, ή -38%. Μάλιστα, ο αριθμός αυτός θα μειωθεί ακόμα περισσότερο τους επόμενους μήνες, καθώς μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει απαγορευτεί η χορήγηση αδειών παραμονής σε Ρώσους υπηκόους, όπως επίσης και η ανανέωση προγενέστερων αδειών παραμονής. Οσον αφορά τους Τούρκους επενδυτές, ο αριθμός των αδειών προς εκείνους έχει μειωθεί σε 587 σήμερα, από 619 στο τέλος Ιανουαρίου.
Ενδιαφέρον από Βρετανούς μετά το Brexit
Την ίδια στιγμή που μερίδα επενδυτών επιλέγει να πωλήσει τα ακίνητά της και να μην ανανεώσει την άδεια παραμονής, ο ρυθμός αναπλήρωσης (με νέους) των επενδυτών που επιλέγουν να αποεπενδύσουν και να μετακινηθούν σε άλλες αγορές – χώρες, που επίσης «τρέχουν» προγράμματα «χρυσής βίζας», είναι ακόμα χαμηλός. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο κ. Ρισβάς, αυτό έχει αρχίσει να διαφοροποιείται λόγω της αυξημένης ροής επενδυτών από τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι φέτος έχουν ήδη καταγραφεί 111 νέες άδειες προς επενδυτές από τη Μεγάλη Βρετανία. Πρόκειται για τις πρώτες «αφίξεις» μετά την αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση κι ενώ σειρά εταιρειών που ασχολούνται με την επενδυτική μετανάστευση, όπως η βρετανική Astons, είχε κατατάξει την Ελλάδα μεταξύ των κορυφαίων επιλογών για Βρετανούς επενδυτές, εξαιτίας του ότι αποτελεί χώρα-μέλος της Ε.Ε., διαθέτει σημαντικές επενδυτικές επιλογές και ταυτόχρονα το χαμηλότερο όριο για την εξασφάλιση άδειας παραμονής, με μόλις 250.000 ευρώ.
Εκτός από τους Βρετανούς επενδυτές, που φαίνεται πως έχουν αρχίσει να κινούνται προς την Ελλάδα, ο κ. Ρισβάς τονίζει ότι φέτος έχει αρχίσει να καταγράφεται αυξημένο ενδιαφέρον από χώρες όπως η Ταϊβάν, η Ινδία, ο Λίβανος και το Ιράν. Οι περισσότεροι εξ αυτών αναζητούν επενδυτικό «καταφύγιο» και διέξοδο σε χώρες της Ε.Ε., όπως η Ελλάδα, είτε για λόγους καθαρά επενδυτικούς (θεωρούν δηλαδή ότι υπάρχουν ευκαιρίες για απόκτηση ακινήτων) είτε επειδή βρίσκονται σε χώρες με σημαντική οικονομική ή και πολιτική αποσταθεροποίηση.
Για παράδειγμα, στην Ταϊβάν, τους τελευταίους μήνες έχουν αυξηθεί οι εντάσεις με την Κίνα, με αφορμή και την εμπλοκή των ΗΠΑ. Αντίστοιχα, στον Λίβανο και το Ιράν η σημαντική υποτίμηση του τοπικού νομίσματος έχει αυξήσει το ενδιαφέρον για επανατοποθέτηση κεφαλαίων σε τρίτες χώρες, όπως η Ελλάδα, που προσφέρει και άδεια παραμονής κι επομένως ελεύθερη μετακίνηση εντός της Ε.Ε. Αντίστοιχα, στην περίπτωση της Ινδίας, η αυξημένη ζήτηση οφείλεται επίσης στο Brexit, καθώς οι περισσότεροι ενδιαφερόμενοι επενδυτές είναι Ινδοί που προέρχονται από τη Μεγ. Βρετανία και όχι από την ίδια την Ινδία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά το φετινό πρώτο τρίμηνο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εισροές ξένων κεφαλαίων για την απόκτηση ακινήτων στην Ελλάδα ανήλθαν σε 374 εκατ. ευρώ, ποσό που συνιστά αύξηση κατά 74,8% σε σχέση με το περυσινό πρώτο τρίμηνο, όταν τα ξένα κεφάλαια δεν είχαν ξεπεράσει τα 214 εκατ. ευρώ.
Το 2021 είχαν επενδυθεί 1,17 δισ. ευρώ, μια επίδοση 34,5% υψηλότερη από τα 875 εκατ. ευρώ ξένων επενδύσεων κατά το 2020. Υπολογίζεται ότι το 2021 το πρόγραμμα «χρυσή βίζα» ήταν υπεύθυνο για περίπου 25% των ξένων επενδύσεων, με τον όγκο των αγοραπωλησιών να υπολογίζεται ότι ξεπέρασε σε αξία τα 260 εκατ. ευρώ. Για το τρέχον έτος οι εκτιμήσεις παραμένουν αισιόδοξες, τόσο λόγω της αυξημένης αξίας των ακινήτων που αποκτώνται, όσο και λόγω της σταδιακής υποχώρησης της πανδημίας, που έχει επιτρέψει μεγαλύτερη ελευθερία μετακινήσεων, ιδίως σε πολίτες τρίτων χωρών.