Η μουστάρδα Dijon αποτελεί αναγκαίο συστατικό της γαλλικής κουλτούρας. Η μυστηριώδης εξαφάνιση της αγαπημένης συνοδευτικής σάλτσας από τα ράφια των σούπερ μάρκετ έχει προκαλέσει την ανησυχία των Γάλλων καταναλωτών, που αναζητούν εναλλακτικές λύσεις, όπως τη σάλτσα ραπανιού, την ιαπωνική ουασάμπι ή την κρέμα τυριού ροκφόρ.
Το θέμα είναι ότι τα συστατικά της ονομαστής μουστάρδας δεν προέρχονται από την περιοχή της Ντιζόν, αλλά από το εξωτερικό. «Ποσοστό 80% των σπόρων μουστάρδας που χρησιμοποιούμε προέρχεται από τον Καναδά.
Ο καύσωνας που έπληξε πέρυσι τις επαρχίες του Σασκατσεουάν και της Αλβέρτας μείωσε την παραγωγή κατά 50%, ενώ η άνοδος των θερμοκρασιών στην περιοχή της Βουργουνδίας μείωσε σημαντικά την ήδη μικρή τοπική παραγωγή σπόρων μουστάρδας.
Το πρόβλημα οφείλεται στην κλιματική αλλαγή και το αποτέλεσμα είναι οι ελλείψεις συστατικών», εξηγεί ο Λικ Βαντερμέσεν, επικεφαλής της παρασκευάστριας εταιρείας Reine de Dijon.
Η εταιρεία δέχεται τουλάχιστον 50 τηλεφωνικές κλήσεις την ημέρα από καταναλωτές σε αναζήτηση μουστάρδας, ενώ ορισμένοι μεταβαίνουν ακόμη και στην έδρα της εταιρείας, στην πόλη της Ντιζόν. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει περιπλέξει επίσης τα πράγματα. Ρωσία και Ουκρανία είναι μεγάλοι παραγωγοί σπόρου μουστάρδας.
Ο κάθε Γάλλος καταναλώνει κατά μέσον όρο ένα κιλό μουστάρδα τον χρόνο. Παρότι σημάδια ελλείψεων έχουν αρχίσει να καταγράφονται και σε άλλες χώρες, η «κρίση» πλήττει κυρίως τη Γαλλία, εξαιτίας της εξάρτησης των Γάλλων παρασκευαστών από τους εισαγόμενους από Καναδά σπόρους.
Κάθε κρίση κρύβει, όμως, ευκαιρίες. Ο Πολ-Ολιβιέ Κλοντπιέρ, ιδιοκτήτης της εταιρείας Martin-Pouret, λέει: «Καλλιεργούμε έναν σπόρο χιλιάδες χιλιόμετρα από τον τόπο παρασκευής του προϊόντος μας. Αυτό είναι ιδιαίτερα δαπανηρό και περιβαλλοντικά προβληματικό. Η ώρα είναι κατάλληλη για να επαναφέρουμε την παραγωγή και όλη την αλυσίδα της στον τόπο καταγωγής και δημιουργίας της μουστάρδας».