Με εύλογη αγωνία παρακολουθούν υπουργοί, βουλευτές και κομματικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας την εξέλιξη της υπόθεσης παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη. Προς το παρόν, άπαντες, από τους κορυφαίους ως τα πιο χαμηλόβαθμα στελέχη αποφεύγουν οποιαδήποτε δημόσια τοποθέτηση επί του θέματος, προσπαθώντας να εκτιμήσουν το εύρος των συνεπειών για την κυβερνητική πλειοψηφία.
Πρώτον κατά πόσον οι θεσμικές πρωτοβουλίες που ανακοίνωσε το Μέγαρο Μαξίμου μπορούν να αμβλύνουν τις δυσμενείς εντυπώσεις που έχουν δημιουργηθεί και τις αναταράξεις που ήδη σημειώνονται.
Η κυβέρνηση, αποδέχθηκε το αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ να επισπευσθούν οι θερινές διακοπές της βουλής, ορίζοντας το άνοιγμα του Κοινοβουλίου στις 21 αντί για τις 31 Αυγούστου, προκειμένου να συζητηθεί η προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση που ζήτησε ο Αλέξης Τσίπρας για το θέμα των παρακολουθήσεων.
Ανησυχία για νέες αποκαλύψεις
Το δεύτερο που απασχολεί τα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη της ΝΔ είναι ποια θα είναι τα πιθανά επόμενα βήματα.
Με «άγνωστο Χ» μέχρι στιγμής, το αν υπάρχουν κι άλλες αποκαλύψεις που πρόκειται το επόμενο διάστημα να δουν το φως της δημοσιότητας, είναι κυρίαρχη εκτίμηση στο κόμμα, ότι η υπόθεση αυτή τραυματίζει σημαντικά το «ηθικό πλεονέκτημα» της ΝΔ και κυρίως τη δυνατότητά της να απευθύνεται σε ευρύτερα δημοκρατικά ακροατήρια, ως κόμμα που ιδιαίτερα υπό την ηγεσία του Κ. Μητσοτάκη επέδειξε συστηματική προσήλωση στην προσέλκυση του λεγόμενου κεντρώου χώρου, πολλές φορές σε πείσμα των κομματικών.
Οι περισσότεροι γαλάζιοι συνομολογούν ότι η υπόθεση αυτή – και χωρίς ακόμα να έχει φανεί όλη η εικόνα – λειτουργεί ως ταφόπλακα στην όποια πιθανότητα μετεκλογικής συνεργασίας ΝΔ – ΠΑΣΟΚ και δυσχεραίνει σημαντικά κάθε πιθανότητα αυτοδυναμίας. Δύο παραδοχές, που όπως έλεγε χαρακτηριστικά κορυφαίος υπουργός, γεννούν αυτομάτως το επόμενο ερώτημα : «Και τώρα, τί;».