Τον έλκυε το περιθώριο. Έζησε χωρίς συμβάσεις και δεν δίσταζε να το λέει: «Σήμερα δεν έγραψα καθόλου, ήμουν όλη τη μέρα στον ιππόδρομο». Ανέδειξε απελπισμένους χαρακτήρες στην άνθιση του αμερικανικού ονείρου και μόνο στην Ευρώπη βρήκε την αναγνώριση που του άξιζε. Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι δεν μελέτησε για να γράψει τα θέματα των έργων του, αλλά ήταν κομμάτι του κόσμου που περιέγραφε.
Γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1920 στο Άντερναχ της Γερμανίας, αλλά σε ηλικία δύο ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Λος Άντζελες. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός, σκληρός και απόλυτος. Με την παραμικρή αφορμή έδερνε τον Μπουκόφσκι, που εξελίχθηκε σε ένα ντροπαλό έφηβο, χωρίς πολλούς φίλους. Τα παιδιά της γειτονίας τον κορόιδευαν για την γερμανική προφορά του και τα ρούχα του, ενώ οι δάσκαλοί του πίστευαν λανθασμένα ότι έπασχε από δυσλεξία.
Μεγαλώνοντας, γράφτηκε στο κολέγιο του Λος Άντζελες για να σπουδάσει δημοσιογραφία και λογοτεχνία. Το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας, αλλά τα πρώτα του χειρόγραφα δεν είχαν τύχη. Όταν η μητέρα του τα ανακάλυψε, τα κατέστρεψε με την μηχανή του γκαζόν. Έφευγε συχνά από το σπίτι του και ταξίδευε σε διάφορα μέρη της Αμερικής. Κάποια στιγμή όμως, πάντα αναγκαζόταν να επιστρέψει.
Όταν η χώρα ενεπλάκη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο πατέρας του τον πίεζε να καταταγεί στον στρατό. Ο Μπουκόφκσι δεν δέχτηκε και τότε έφυγε μια για πάντα από το πατρικό του. Η φιγούρα του πατέρα του φαίνεται πως τον καταδιώκει συνεχώς και σε όλα τα μετέπειτα έργα του, που αποτυπώνουν άλλοτε μίσος και αηδία προς το πρόσωπό του, κι άλλοτε μια ανθρώπινη κατανόηση, αναγνωρίζοντας τις συνθήκες που δημιούργησαν την προσωπικότητά του.
Χωρίς σπίτι, ο Μπουκόφσκι έζησε ως περιπλανώμενος άστεγος για λίγο καιρό και, όταν τα ψυχομετρικά τεστ τον έκριναν ακατάλληλο για να εκτίσει τη θητεία του, κατέληξε στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 24 ετών. Παρόλο που δεν έμεινε για πολύ, εκεί δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα, «Aftermath of a Lengthy Rejection Slip», στο περιοδικό Story Magazine.Δημοσίευσε άλλα δύο διηγήματα, τα οποία δεν αναγνωρίστηκαν από τη λογοτεχνική ελίτ της εποχής στην Αμερική. Απογοητευμένος για τη διαδικασία της έκδοσης, παράτησε το γράψιμο για περίπου μια δεκαετία, για «δέκα μεθυσμένα χρόνια», όπως τα έλεγε ο ίδιος. Στο διάστημα αυτό περιπλανιόταν στις ΗΠΑ, αλλά έζησε κυρίως στο Λος Άντζελες. Για να τα βγάλει πέρα, έκανε διάφορες μικροδουλειές και κοιμόταν σε φτηνά μοτέλ. Το 1955, εισήχθη με αιμορραγία στο νοσοκομείο των απόρων με έλκος στο στομάχι, που λίγο έλειψε να του κοστίσει την ζωή.
Μετά την παραμονή του στο νοσοκομείο, άρχισε να γράφει για πρώτη φορά ποίηση. Η αυθεντική και δεικτική γλώσσα του, παρόλο που αποτέλεσε σημαντική επιρροή για όλους τους μεταπολεμικούς ποιητές, για ακόμα μία φορά δεν αναγνωρίστηκε στην Αμερική, δεν δημοσιεύθηκε σε μεγάλα περιοδικά και δεν βραβεύτηκε από την ακαδημία. Η συμπεριφορά του ίδιου, βέβαια, ήταν προκλητική και, παρόλο που είχε έναν περιορισμένο αριθμό φανατικών αναγνωστών, δεν έδινε την ευκαιρία στο ευρύ κοινό να τον αποδεχτεί. Στην Ευρώπη ωστόσο, ο Μπουκόφσκι έγινε διάσημος. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ήταν ο πιο πετυχημένος Αμερικανός συγγραφέας στη Γερμανία, ενώ ο Ζαν Πολ Σάρτρ τον θεωρούσε τον μεγαλύτερο ποιητή που έβγαλαν ποτέ οι ΗΠΑ.
«Πίναμε τις λέξεις του, πίνοντας αλλεπάλληλες μπίρες στον αλήστου μνήμης «Μπερντέ», ένα φιλόξενο στέκι, μαγειρείο και ποτάδικο, τίγκα στον καπνό και στις ωραίες φάτσες, όλοι μια παρέα, οχτάωρα και δεκάωρα, συζητώντας παθιασμένα, γράφοντας, τρώγοντας, καβγαδίζοντας, αρχές δεκαετίας του ’80, διακηρύσσοντας με αγέρωχο θράσος ότι είμαστε παιδιά τού Μπάροουζ και του Γκίνσμπεργκ, του Κέρουακ και του Χέμινγουεϊ, του Χάμετ και του Τσάντλερ, του Μπρετόν και του Ντεμπόρ, του Μπακούνιν και του Μπουκόφσκι!», γράφει ο συγγραφέας Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης στο περιοδικό Γαλέρα για την απήχηση που είχε ο Μπουκόφσκι στην Ελλάδα.
Γύρω στο 1969, ο John Martin, εκδότης των Black Sparrow Press, θαυμάζοντας την δουλειά του Μπουκόφσκι αρχίζει να του δίνει 100$ το μήνα για το υπόλοιπο της ζωής του, ώστε να ασχοληθεί αποκλειστικά με την συγγραφή. Έτσι, ο Μπουκόφσκι παραιτείται σε ηλικία 49 ετών από το ταχυδρομείο: «Έχω μία από τις δύο επιλογές: να παραμείνω στο ταχυδρομείο και να τρελαθώ ή να μείνω εκεί έξω, να το παίξω συγγραφέας και να πεθάνω της πείνας. Αποφάσισα να πεθάνω της πείνας». Λιγότερο από ένα μήνα μετά, γράφει το πρώτο του βιβλίο, το Ταχυδρομείο (Post Office), το οποίο κυκλοφόρησε το 1976.
Στην ζωή και στο έργο του Μπουκόφσκι η γυναικεία ύπαρξη έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο. Ο πρώτος του γάμος έγινε το 1957, με την Barbara Frye, μια εκδότρια από το Τέξας, η οποία εξέδιδε το ποιητικό περιοδικό Harlequin και άρχισε να δημοσιεύει δουλειές του Μπουκόφσκι. Ο γάμος τους τελείωσε δύο χρόνια μετά. Ο Μπουκόφσκι μετά το διαζύγιο ξανάπεσε στο ποτό και έπιασε δουλειά σε ταχυδρομείο ως ταμείας, θέση στην οποία παρέμεινε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
Λίγο μετά την άδοξη κατάληξη του γάμου του γνωρίζει την Jane Cooney Baker, η οποία θεωρείται η μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του και η πιο σημαντική από τις πολλές «μούσες» του. Όταν εκείνη πεθαίνει, ο Μπουκόφσκι γράφει μια σειρά από ποιήματα και διηγήματα θρηνώντας τον θάνατό της. Το 1964, η σύντροφός του Frances Smith γεννάει την μοναχοκόρη του, Μαρίνα Λουίζ Μπουκόφσκι. Παντρεύτηκε ξανά το 1985, την επί δέκα χρόνια σύντροφό του, Linda Lee Beighle, και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Μπουκόφσκι πέθανε από λευχαιμία 9 Μαρτίου του 1994, σε ηλικία 73 ετών, στο San Pedro της Καλιφόρνια, λίγο αφότου τελείωσε το τελευταίο του βιβλίο «Αστυνομικό» (Pulp). Στον τάφο του είναι γραμμένη η φράση «Don’t Try» (σ.σ: μην προσπαθείς). Ο ίδιος είχε εξηγήσει αυτή τη φράση από το 1963: «Με ρώτησαν «Τι κάνεις όταν δημιουργείς; Πώς γράφεις;» και τους είπα «Δεν προσπαθείς. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, μην προσπαθείς, είτε για τις Κάντιλακ, είτε για να βρεις έμπνευση, είτε για την αθανασία. Περιμένεις και αν δεν γίνει τίποτα, περιμένεις λίγο ακόμα. Είναι σαν ένα ζωύφιο που εντοπίζεις ψηλά στον τοίχο. Περιμένεις να έρθει σε σένα. Όταν φτάσει αρκετά κοντά, τότε το σκοτώνεις»».
Το έργο του Τσαρλς Μπουκόφσκι περιείχε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Έχοντας ζήσει ο ίδιος στο περιθώριο, μάζεψε εμπειρίες και γνώρισε ανθρώπους που αργότερα μπόρεσε να τους αποτυπώσει πειστικά στο χαρτί. Οι χαρακτήρες του έβριζαν, έπιναν, σκοτώνονταν. Ήταν απελπισμένοι και καταστρέφονταν, χωρίς να τους δοθεί μια ευκαρία να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή. Ο Μπουκόφσκι μίλησε για την ψυχή αυτών των ανθρώπων και παρουσίασε την προσωπικότητά τους, επικρίνοντας ταυτόχρονα το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία που τους απαρνήθηκε. Ίσως γι’ αυτό η Αμερική να του γύρισε την πλάτη, της χαλούσε επιδεικτικά την εικόνα που είχε καλλιεργήσει για τον εαυτό της.
Οι δεινόσαυροι, εμείς
Γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
καθώς τα ασβεστωμένα πρόσωπα χαμογελούν
καθώς ο κ. Θάνατος γελά
καθώς οι ανελκυστήρες κόβονται
καθώς τα πολιτικά τοπία διαλύονται
καθώς το αγόρι στο σούπερ μάρκετ έχει πτυχίο πανεπιστημίου
καθώς τα μολυσμένα ψάρια ξεστομίζουν τις μολυσμένες προσευχές τους
καθώς ο ήλιος κρύβεται
είμαστε
γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
με αυτούς τους προσεκτικά τρελούς πολέμους
με την όψη σπασμένων παραθύρων σε εργοστάσια να ατενίζουν το κενό
με μπαρ όπου οι θαμώνες δεν μιλούν πλέον μεταξύ τους
με τσακωμούς που καταλήγουν σε πυροβολισμούς και μαχαιρώματα
γεννημένοι έτσι
με νοσοκομεία που είναι τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να πεθάνεις
με δικηγόρους που χρεώνουν τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να δηλώσεις ένοχος
σε μια χώρα όπου οι φυλακές είναι γεμάτες και τα τρελοκομεία κλειστά
σε έναν τόπο όπου οι μάζες ανυψώνουν ηλίθιους σε πλούσιους ήρωες
γεννημένοι μέσα σʼ αυτό
περπατώντας και ζώντας μέσα σʼ αυτό
πεθαίνοντας λόγω αυτού
μένοντας άφωνοι λόγω αυτού
ευνουχισμένοι
έκλυτοι
αποκληρωμένοι
λόγω αυτού
εξαπατημένοι από αυτό
χρησιμοποιημένοι από αυτό
εξευτελισμένοι από αυτό
εξοργισμένοι και απηυδισμένοι από αυτό
βίαιοι
απάνθρωποι
λόγω αυτού
η καρδιά έχει μελανιάσει
τα δάχτυλα πλησιάζουν το λαιμό
το όπλο
το μαχαίρι
τη βόμβα
τα δάχτυλα τείνουν προς έναν μη αποκρυνόμενο θεό
τα δάχτυλα πλησιάζουν το μπουκάλι
το χάπι
τη σκόνη
γεννημένοι σʼ αυτό το θλιβερό θανατικό
γεννημένοι με μια κυβέρνηση με 60 χρονών χρέος
που σύντομα δε θα είναι ικανή να αποπληρώσει τους τόκους αυτού του χρέους
και οι τράπεζες θα καούν
το χρήμα θα καταστεί άχρηστο
θα υπάρξουν φανερές και ατιμώρητες δολοφονίες στους δρόμους
θα υπάρξουν όπλα και περιπλανώμενοι όχλοι
η γη θα είναι άχρηστη
η τροφή θα γίνει μια φθίνουσα απόδοση
η πυρηνική ενέργεια θα έρθει στην κατοχή των πολλών
εκρήξεις θα σείουν ακατάπαυστα τη γη
ραδιενεργά ρομπότ θα κυνηγούν το ένα το άλλο
οι πλούσιοι και οι επίλεκτοι θα παρακολουθούν από τους διαστημικούς σταθμούς
η Κόλαση του Δάντη θα μοιάζει με παιδική χαρά
ο ήλιος θα κρυφτεί και θα είναι νύχτα παντού
τα δέντρα θα πεθάνουν
η βλάστηση όλη θα πεθάνει
ραδιενεργοί άνθρωποι θα τρώνε τη σάρκα ραδιενεργών ανθρώπων
η θάλασσα θα μολυνθεί
οι λίμνες και τα ποτάμια θα εξαφανιστούν
η βροχή θα είναι ο επόμενος χρυσός
σαπισμένα πτώματα ανθρώπων και ζώων θα ζέχνουν στο σκοτεινό άνεμο
οι λίγοι τελευταίοι επιζήσαντες θα μολυνθούν από νέες και φρικιαστικές ασθένειες
και οι διαστημικοί σταθμοί θα καταστραφούν από δολιοφθορές
την έλλειψη προμηθειών
το φυσικό φαινόμενο της φθοράς
και θα υπάρξει η πιο όμορφη σιγή από ποτέ
γεννημένη από αυτό
ο ήλιος ακόμα εκεί κρυμμένος
να περιμένει το επόμενο κεφάλαιο.
Τσαρλς Μπουκόφσκι