«Αποκαλυπτήρια» για τον νέο μηχανισμό τιμολόγησης -τον οποίο επέβαλε η κυβέρνηση- σε επιστολή του επικεφαλής της ανεξάρτητης αρχής προς τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας ● Κατά 57% ακριβότερη η τιμή του ρεύματος τον Σεπτέμβριο με το νέο σύστημα σε σχέση με το παλιό ● Η κρατική επιδότηση, που έφτασε το 82% της τιμής τον προηγούμενο μήνα, συγκαλύπτει το πάρτι κερδοσκοπίας και στο Χρηματιστήριο Ενέργειας και στις χρεώσεις των λιανικών τιμών από τους παρόχους.
Kατάργησαν, υποτίθεται, τη διαβόητη «ρήτρα αναπροσαρμογής» από τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος για να μειωθούν οι χρεώσεις και τελικά επέτρεψαν στις εταιρείες προμήθειας να επιβάλουν αυξήσεις έως και 57%, τρέχοντας ταυτόχρονα να διπλασιάσουν την κρατική επιδότηση για να κρύψουν τις συνέπειες από τους καταναλωτές.
Τα αποτελέσματα αυτά της κυβερνητικής πολιτικής, όπως υλοποιείται μετά τον περασμένο Ιούλιο από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ), δεν καταγράφονται από κάποιον φορέα της αντιπολίτευσης αλλά από την επίσημη ανεξάρτητη κρατική αρχή, τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ). Σε επιστολή που έστειλε χθες ο πρόεδρός της, Αθανάσιος Δαγούμας, προς την ηγεσία του ΥΠΕΝ, περιγράφει συνοπτικά τις παρατηρήσεις του και τις αποτυπώνει με κάποια αποκαλυπτικά νούμερα. Οπως συγκεκριμένα αναφέρει:
- Για τον μήνα Αύγουστο, που ήταν ο πρώτος μήνας εφαρμογής των νέων τρόπων υπολογισμού βάσει του νόμου 4951/22, «η μέση τιμή των οικιακών τιμολογίων χαμηλής τάσης ήταν 606 ευρώ ανά μεγαβατώρα (60,6 λεπτά ανά κιλοβατώρα). Εάν όμως συνέχιζε ο τρόπος υπολογισμού βάσει του προηγούμενου τρόπου τιμολόγησης (ρήτρα αναπροσαρμογής), η μέση τιμή θα ήταν 526 ευρώ ανά μεγαβατώρα, δηλαδή 15,3% χαμηλότερη.
- Τον μήνα Σεπτέμβριο, η κατάσταση ξέφυγε εντελώς. Με βάση το νέο σύστημα, η μέση τιμή των οικιακών τιμολογίων χαμηλής τάσης διαμορφώθηκε στα 790 ευρώ ανά μεγαβατώρα (79 λεπτά ανά κιλοβατώρα), ενώ με τον προηγούμενο τρόπο τιμολόγησης θα ήταν στα 503 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Δηλαδή το νέο σύστημα προκάλεσε επιβάρυνση των τιμών κατά 57% σε σχέση με το παλαιό.
- Τον μήνα Οκτώβριο η μέση τιμή υποχώρησε στα 619,75 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Η ΡΑΕ όμως δεν μπορεί να υπολογίσει ποια θα ήταν η τιμή με βάση τη ρήτρα αναπροσαρμογής, καθώς λείπουν προς το παρόν τα στοιχεία εκείνα που συνυπολόγιζαν οι εταιρείες στον περίπλοκο μαθηματικό τύπο που «λειτουργούσε» έως τον περασμένο Ιούλιο.
- Αυτό που δεν λείπει είναι τα τεράστια ποσά κρατικής επιδότησης που έχει ανακοινώσει το ΥΠΕΝ ότι θα εφαρμόσει προκειμένου οι υψηλότατες αυτές χρεώσεις να μην αποτυπωθούν στα ποσά που καλούνται να πληρώσουν οι καταναλωτές. Πηγαίνοντας αντίστροφα, τον Οκτώβριο η επιδότηση θα είναι 436 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ώστε η τελική χρέωση να είναι 183,7 ευρώ. Τον Σεπτέμβριο έφθασε στο δυσθεώρητο ύψος των 639 ευρώ ανά μεγαβατώρα, για να πέσει η τελική χρέωση στα 151,8 ευρώ για τον καταναλωτή. Τον Αύγουστο, η επιδότηση ήταν πιο χαμηλά, στα 337 ευρώ ανά μεγαβατώρα αφήνοντας στον καταναλωτή να πληρώσει 269,2 ευρώ (26,9 λεπτά ανά κιλοβατώρα).
Στην επιστολή του ο πρόεδρος της ΡΑΕ δεν καταλήγει σε κάποια «διά ταύτα», αλλά οι διατυπώσεις είναι τέτοιες που οδηγούν σε σαφή συμπεράσματα. Η επιβάρυνση κατά 57% των τιμών παρά την κατάργηση της ρήτρας αποτελεί σαφή αιχμή για την αποτελεσματικότητα του νέου τρόπου υπολογισμού όπως και το γεγονός ότι η κρατική επιδότηση κλήθηκε να καλύψει το 57% της χρέωσης τον Αύγουστο, το 71% τον Οκτώβριο και το 82% τον Σεπτέμβριο.
Σε ρόλο προστάτη
Η κυβέρνηση επιτυγχάνει έτσι να παίξει τον ρόλο του προστάτη σε δύο κατευθύνσεις. Αφενός προς τους καταναλωτές, λέγοντας ότι παρέχει επιδότηση μαμούθ, την υψηλότερη σε ολόκληρη την Ευρώπη, ίση με το 3,7% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), αποκρύπτοντας, βέβαια, ότι το μεγαλύτερο μέρος των πόρων προέρχεται και πάλι από τους καταναλωτές και τους φορολογούμενους. Αφετέρου προς τις εταιρείες προμήθειας ρεύματος, των οποίων τα έσοδα εξαρτώνται κατά 82% από το κράτος τον Σεπτέμβριο, κατά 71% τον Οκτώβριο και κατά 57% τον Αύγουστο.
Ο πρόεδρος της ΡΑΕ εξηγεί ότι στέλνει αυτή την επιστολή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της βάσει των διατάξεων του άρθρου 138 του νόμου 4951 και της αρμοδιότητας ελέγχου των ενεργειακών αγορών. Υπενθυμίζεται ότι με βάση το νέο σύστημα, οι εταιρείες προμήθειας ανακοινώνουν απλώς κάθε 20 του μηνός, τα τιμολόγια που θα εφαρμόσουν τον επόμενο μήνα. Επέβαλαν λοιπόν, έτσι, τη διακύμανση αυτή από τα 606,15 ευρώ τον Αύγουστο στα 790,81 ευρώ τον Σεπτέμβριο, χωρίς αυτή να συνδέεται με κάποια ρήτρα μέσω της χονδρικής τιμής όπως αυτή προκύπτει από το Χρηματιστήριο Ενέργειας.
Το σύστημα αυτό διαφημίστηκε ως φοβερή πρωτοπορία από την κυβέρνηση στη λογική ότι κάθε καταναλωτής θα μπορεί να πηγαίνει κάθε μήνα, να βλέπει τα τιμολόγια και να αλλάζει πάροχο. Ωστόσο και ο ίδιος ο Κ. Σκρέκας, όπως πρόσφατα αναφέραμε στην «Εφ.Συν.» (7/10, «Νέες υποσχέσεις για τα υπερκέρδη της ενέργειας»), παραδέχθηκε ότι ειδικά τον Σεπτέμβριο υπήρξαν υπερέσοδα για τις εταιρείες προμήθειας (η «Εφ.Συν.» έγραφε για 500 εκατ. ευρώ τον συγκεκριμένο μήνα με την επιδότηση του Δημοσίου) και υποσχέθηκε μηχανισμό που θα τα υπολογίζει κάθε Νοέμβριο.
ΕΒΙΚΕΝ προς Σκρέκα:
Το πλαφόν υπονομεύει τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων
Σοβαρότατα προβλήματα στη βιομηχανία δημιουργεί, όμως, και το δεύτερο βασικό μέρος του συστήματος που ισχύει από τον περασμένο Ιούλιο και αφορά την επιβολή πλαφόν στις τιμές αποζημίωσης εκείνων που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια.
Με επιστολή της προς τον υπουργό Κ. Σκρέκα η Ενωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), δηλαδή οι βιομηχανίες που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ρεύματος όπως εκείνες που ασχολούνται με την επεξεργασία μετάλλων, διαμαρτύρεται για τις πολύ υψηλές τιμές χονδρεμπορικής αγοράς που «υπονομεύουν ακόμη και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων».
Στην ίδια επιστολή επισημαίνουν ότι η μόνη λύση για να εξασφαλιστεί η επιβίωση των βιομηχανιών είναι η σύναψη διμερών μακροχρόνιων συμβάσεων με παραγωγούς ενέργειας. Ομως αυτές οι συμβάσεις, ειδικά με τους παραγωγούς Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), καθίστανται αδύνατες λόγω της εφαρμογής του πλαφόν.
Υποτίθεται πως το πλαφόν αυτό επιβλήθηκε ώστε τα επιπλέον έσοδα να κατευθύνονται στο ταμείο μέσω του οποίου δίνονται οι κρατικές επιδοτήσεις. Ομως το ίδιο πλαφόν απαγορεύει την υπογραφή μιας μακροχρόνιας σύμβασης με μια βιομηχανία σε χαμηλότερη τιμή. Τέτοιες συμβάσεις υπογράφονταν έως τώρα και αυτό επέτρεπε στους παραγωγούς ενέργειας να τις εμφανίσουν ως ένα σταθερό έσοδο για να πετύχουν καλύτερη χρηματοδότηση του έργου τους. Οι ενεργοβόρες βιομηχανίες ζητούν να εξαιρεθούν οι ποσότητες που εκείνες χρειάζονται από το πλαφόν, γιατί διαφορετικά ούτε οι ίδιες θα μπορέσουν να λειτουργήσουν ούτε και νέες επενδύσεις ΑΠΕ να υλοποιηθούν.