Σχεδόν 2 στις 5 μικρομεσαίες επιχειρήσεις (38,6%) εκφράζουν φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητάς τους στο μέλλον ενώ τα χρέη και η περιορισμένη ρευστότητα έχουν οδηγήσει τις προσδοκίες του συνόλου των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο ναδίρ.
Ειδικότερα, όσον αφορά το δεύτερο εξάμηνο του 2022, ο δείκτης προσδοκιών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως αποτυπώνενται στις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, υποχώρησε στις 48 μονάδες, δηλαδή στα επίπεδα του 2017 όταν η οικονομία βίωνε ακόμα τις επιπτώσεις της κρίσης χρέους και των capital controls.
Δεδομένης μάλιστα της αβεβαιότητας που κυριαρχεί λόγω των δυσμενών συνεπειών από τις πληθωριστικές πιέσεις οι προσδοκίες, που διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα, ενδέχεται σύμφωνα με τους αναλυτές να αποτελούν πρόδρομη ένδειξη εισόδου της οικονομίας σε κατάσταση στασιμοπληθωρισμού.
Σχετικά με τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, πέραν της γενικότερης αβεβαιότητας ένα σημαντικό ποσοστό, της τάξης του 6,5%, αντιμετωπίζει άμεσο και πραγματικό κίνδυνο διακοπής της δραστηριότητάς του. Το ποσοστό αποτελεί το χειρότερο που έχει καταγραφεί κατά την πανδημική περίοδο. Τα προβλήματα ρευστότητας και υπερχρέωσης τα οποία καταγράφουν κυρίως οι μικρότερες επιχειρήσεις, καθώς και οι επιχειρήσεις εστίασης αποτελούν βασικό παράγοντα που επηρεάζει τη βιωσιμότητά τους.
Είναι ενδεικτική η αύξηση των ήδη υψηλών ποσοστών των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων με μηδενικά ή αρκετά χαμηλά ταμειακά διαθέσιμα. Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σημαντικά από την έναρξη της πανδημίας καθώς οι επιχειρήσεις οι οποίες τον Ιούλιο του 2022 δήλωσαν ότι είχαν μηδενικά ρευστά διαθέσιμα αντιστοιχούσαν στο 27,8% του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Σωρευτικά οι επιχειρήσεις οι οποίες δεν είχαν καθόλου ρευστά διαθέσιμα ή αυτά επαρκούσαν το περισσότερο για ένα μήνα ανήλθαν τον Ιούλιο του 2022 στο 52%.
Τα χρέη
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι επιχειρήσεις με ληξιπρόθεσμες οφειλές αυξήθηκαν και σχεδόν 1 στις 2 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (47,3%) είχαν τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή το δεύτερο εξάμηνο του 2021, όταν το πρώτο εξάμηνο του 2021 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 43,3% και προ πανδημίας 38,7%. Τον Ιούλιο του 2022, το ποσοστό διαμορφώνεται σε 38,2%, βελτίωση που αποδίδεται στο πλήρες άνοιγμα της οικονομίας, την καλή τουριστική περίοδο και τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση για τη στήριξη της οικονομίας και ειδικότερα για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους (π.χ. ρυθμίσεις οφειλών). Ωστόσο, τα ποσοστά των επιχειρήσεων οι οποίες αντιμετωπίζουν προβλήματα στην καταβολή των υποχρεώσεων τους παραμένουν ιδιαίτερα υψηλά.
Σημειώνεται ότι ο βαθμός υπερχρέωσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δεν είναι ίδιος και διαφοροποιείται ανάλογα με τον κλάδο και το μέγεθος. Οι επιχειρήσεις εστίασης φαίνεται πως αντιμετωπίζουν με διαφορά το μεγαλύτερο πρόβλημα υπερχρέωσης καθώς το 28,8% αυτών έχει τρεις ή και περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές. Ακολουθούν οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (23,4%) και οι επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ (22,4%).