Μετράμε αντίστροφα για την ολοκλήρωση της χρονιάς. Όμως τι αφήνει πίσω του το 2022; Θα είναι το 2023 ο επιθανάτιος ρόγχος της κατανάλωσης, όπως φοβούνται αρκετοί; Και πώς ετοιμάζουν την άμυνά τους καταναλωτές, αλυσίδες σούπερ μάρκετ, προμηθευτές και βιομηχανία;
Το 2022, αφήνει πίσω του μια πικρή γεύση. Ο υψηλός πληθωρισμός και δη ο πληθωρισμός στα τρόφιμα, που δεν δείχνει σημάδια αποκλιμάκωσης, «ροκάνισε» την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Όμως παρά την εκρηκτική αύξηση των τιμών και του κόστους διαβίωσης, λόγω και των πάγιων εξόδων των νοικοκυριών (ενοίκιο, ρεύμα, δάνεια), η κατανάλωση στα σούπερ μάρκετ φαίνεται ότι συγκρατήθηκε και σε επίπεδο όγκου.
Μέχρι και τον Οκτώβριο η αγορά του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων κινήθηκε ανοδικά σε αξία και συγκράτησε εν πολλοίς τους όγκους της.
Τον Νοέμβριο, -πρώτο μήνα εφαρμογής της πρωτοβουλίας «καλάθι της νοικοκυράς» που σύμφωνα με τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ είχε ανέλπιστη αποδοχή από τους καταναλωτές-, καταγράφηκε σύμφωνα με εκτιμήσεις πτώση του όγκου πωλήσεων κατά 2,5-3% ενώ τον μήνα που διανύουμε, τον Δεκέμβριο, που αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς για το λιανεμπόριο λόγω των εορτών των Χριστουγέννων, αναμένεται ότι θα κλείσει θετικά.
«Υπάρχει διάθεση για δαπάνη. Κάποια στιγμή όμως θα τελειώσουν τα λεφτά, εκτός εάν έχουμε ανακαλύψει λεφτόδεντρα» λέει στο Euro2day.gr στέλεχος της αγοράς που εμφανίζεται ιδιαίτερα επιφυλακτικό για το τι μέλλει γενέσθαι.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της εταιρείας μέτρησης της κατανάλωσης IRI, η φετινή χρονιά θα «κλείσει» με αύξηση του τζίρου των σούπερ μάρκετ κατά 5,2% έναντι του 2021 και με οριακή πτώση -1,7% του όγκου πωλήσεων.
Ποια είναι όμως η πρόβλεψη για το 2023; Σύμφωνα με άλλη έρευνα που «έτρεξε» η IRI, για το 2023, αναμένεται νέα αύξηση της αξίας των πωλήσεων κατά 4,4%, λόγω του πληθωρισμού, και υποχώρηση του όγκου κατά 1,2%.
Στην εκτίμηση αυτή δεν συμπεριλαμβάνεται η επίδραση του food pass και του «bonus» των 650 εκατ. ευρώ στην κατανάλωση -σ.σ. η εκτίμηση έγινε πριν την ανακοίνωση του μέτρου. Οπότε παραμένει άγνωστο πώς τα χρήματα που θα «πέσουν» στην αγορά από το συγκεκριμένο μέτρο θα επιδράσουν στην κατανάλωση.
Το μέτρο θα ισχύσει από τον Φεβρουάριο 2023 και για έξι μήνες (έως τον Ιούλιο 2023) και μέσω αυτού θα δοθεί ενίσχυση ύψους 10% επί των αγορών νοικοκυριών που πληρούν τα κριτήρια ένταξης, σε σουπερμάρκετ και άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο λιανικό εμπόριο τροφίμων (φούρνους, μίνι μάρκετ, οπωροπωλεία, κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, γαλακτοπωλεία κ.λπ.).
Όμως ρόλο ρυθμιστή στην πορεία της κατανάλωσης, την επόμενη χρονιά, πέραν του πληθωρισμού, αναμένεται να διαδραματίσει η προεκλογική περίοδος. «Σε χρονιές κατά τη διάρκεια των οποίων έχουμε εθνικές εκλογές, που τα τελευταία χρόνια ήταν αρκετές, η κατανάλωση επηρεάζεται σημαντικά. Στην καλύτερη περίπτωση υπάρχει συγκράτηση και στη χειρότερη σημαντική πτώση» λέει άλλο στέλεχος της αγοράς.
Τι υποστηρίζουν οι καταναλωτές; Ένα στους δύο (ποσοστό 52%) που συμμετείχε σε έρευνα της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας (ΚΕΕΕ) δήλωσε ότι περιόρισε τις αγορές βασικών καταναλωτικών αγαθών όπως π.χ. τα τρόφιμα.
Η έρευνα που διεξήχθη την περίοδο Νοεμβρίου–Δεκέμβριου 2022, σε συνολικό δείγμα 2.403 ατόμων (1.202 καταναλωτές & 1.201 επιχειρήσεις), καταγράφει κλίμα γενικευμένου προβληματισμού για το παρόν και επιφυλακτικότητας για το μέλλον. Με το 37% του καταναλωτών να δηλώνει ανασφάλεια και φόβο.
Την ίδια στιγμή απαισιοδοξία επικρατεί στις επιχειρήσεις σε σχέση με την εξέλιξη της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης. Το 36% του δείγματος από την έρευνα επιχειρήσεων αναμένει μείωση της ρευστότητας κατά το επόμενο εξάμηνο, έναντι μόλις 14% που αναμένει ενίσχυση της ρευστότητας.
Αρνητική εικόνα καταγράφεται και σε σχέση με την εξέλιξη της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. Το 54% προβλέπει δυσμενέστερη κατάσταση το επόμενο εξάμηνο (ήτοι αύξηση επισφαλειών και πτωχεύσεων), έναντι μόλις 12% που διαβλέπουν βελτίωση της κατάστασης στον κλάδο τους (λιγότερες επισφάλειες και πτωχεύσεις). Βαθιά απαισιόδοξες εμφανίζονται οι επιχειρήσεις για το εγγύς μέλλον της οικονομικής κατάστασης της χώρας. Ποσοστό 56% θεωρεί ότι αυτή θα επιδεινωθεί κατά το επόμενο εξάμηνο, έναντι μόλις 14% που προβλέπουν ότι θα βελτιωθεί, ενώ το 23% δεν αναμένει ιδιαίτερη μεταβολή.
Ελλείψεις πρώτων υλών ή προϊόντων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει το 37% των επιχειρήσεων, φαινόμενο εντονότερο στους τομείς του εμπορίου, της μεταποίησης/βιομηχανίας και των κατασκευών, στις επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό και σε εκείνες με ετήσιο τζίρο μεταξύ 1 και 5 εκατ. ευρώ, ενώ η μέση αύξηση που αναφέρουν οι επιχειρήσεις, στο κόστος των πρώτων υλών ή προϊόντων, φτάνει το 40%.
Αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων/υπηρεσιών τους κατά το επόμενο εξάμηνο προβλέπουν περίπου οι μισές (49%) επιχειρήσεις, με την εντονότερη τάση αύξησης τιμών να καταγράφεται στον τομέα του εμπορίου.