Στη μικρότερη απόσταση από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι και σήμερα βρίσκεται πλέον η διαφορά ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ σε ό,τι αφορά στην πρόθεση ψήφου, όπως αυτή καταγράφεται στη 13η έκδοση των Εκλογικών Τάσεων από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς.
- Ν.Δ: 28,2% (από 30,1%)
- ΣΥΡΙΖΑ: 25,9% (από 25,8%)
- ΠΑΣΟΚ: 8,9% (από 11,1%)
- ΚΚΕ: 5,4% (από 5,1%5)
- Ελληνική Λύση: 4,1% (αμετάβλητο)
- Μέρα25: 3,3% (από 2,9%)
- Λοιπά: 8,8% (από 7,6%)
- Δεν Ξέρω / Δεν Απαντώ: 15,4% (από 13,3%)
Η έρευνα από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς είναι η 13η κατά σειρά έκδοση των Εκλογικών Τάσεων, της περιοδικής ανάλυσης των πολιτικών ερευνών, που δημοσιεύεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τις εκλογές του 2019 και μετά, σε επιμέλεια των Δανάης Κολτσίδα, πολιτικής επιστήμονα και διευθύντριας του ΙΝΠ, και Κώστα Πουλάκη, μαθηματικού.
Η τρέχουσα έκδοση, η οποία περιλαμβάνει τα ευρήματα 51 συνολικά ερευνών, καλύπτει την περίοδο από τα μέσα Δεκεμβρίου 2022 μέχρι και τις αρχές Απριλίου, η οποία – όπως σημειώνουν οι συγγραφείς – δεν αποτελεί στην πραγματικότητα μία ενιαία περίοδο, καθώς μεσολάβησε το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, το οποίο θεωρούν ότι λειτούργησε ως τομή.
Όπως σημειώνουν:
«Πρώτα απ’ όλα, το ίδιο το γεγονός -ο θάνατος τόσων ανθρώπων, και μάλιστα στην πλειοψηφία τους νέων, σε ένα δυστύχημα που όλα δείχνουν πως θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί αν υπήρχαν κάποιες, έστω και υποτυπώδεις, δικλείδες ασφαλείας στο σιδηροδρομικό δίκτυο- προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί σοκ, θλίψη αλλά και οργή.
Η εικόνα ενός φοιτητή ή μιας φοιτήτριας που φεύγει από το σπίτι του/της μετά από ένα τριήμερο για να γυρίσει στην πόλη των σπουδών του/της είναι (οδυνηρά πια) οικεία σε όλους σχεδόν τους Έλληνες και τις Ελληνίδες: ο καθένας και η καθεμία μπορούσε να δει στο τρένο αυτό τον εαυτό του/της ή το παιδί του/της. […]
Εξάλλου, και η στάση της κυβέρνησης αμέσως μετά το δυστύχημα, οι αρχικές δηλώσεις του πρωθυπουργού περί «ανθρώπινου λάθους» και κάποιες επιλογές που δημιούργησαν την εντύπωση ότι επιχειρείται συγκάλυψη των αιτίων του δυστυχήματος, η προσπάθεια να μετατοπιστεί η συζήτηση από το συγκεκριμένο δυστύχημα στο «όλοι φταίνε», ο ισχυρισμός ότι «ο πρωθυπουργός δεν ήξερε τι συνέβαινε στον σιδηρόδρομο» και άλλες παρόμοιες συμπεριφορές ενδεικτικές μιας αλαζονικής και υπεροπτικής στάσης ενίσχυσαν τις αρνητικές διαθέσεις έναντι της κυβέρνησης […]».
Εκτίμηση των συγγραφέων είναι ότι «τρεις διαδοχικές εξελίξεις των τελευταίων αρκετών μηνών στέρησαν, η μία μετά την άλλη, από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του τους τρεις βασικούς ισχυρισμούς του, τα τρία βασικά πλεονεκτήματα και αρετές που ισχυριζόταν ότι διαθέτει: Πρώτον, η εκτίναξη των τιμών και ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός που έπληξε όχι μόνο τα πιο αδύναμα νοικοκυριά αλλά και μεγάλο ποσοστό των μεσαίων στρωμάτων, μικρομεσαίων επιχειρήσεων κ.λπ. διέρρηξε την κοινωνική συμμαχία που είχε διαμορφώσει γύρω της η ΝΔ με την υπόσχεση της στήριξης της «μεσαίας τάξης».
Δεύτερον, η υπόθεση των υποκλοπών έπληξε σημαντικά το προφίλ του Κ. Μητσοτάκη ως κεντρώου, μετριοπαθούς, φιλελεύθερου Ευρωπαίου ηγέτη και τραυμάτισε τη σχέση του με τα πιο κεντρώα τμήματα του εκλογικού το ακροατηρίου. Τρίτον, το δυστύχημα στα Τέμπη αμφισβήτησε σημαντικά και την ιδιότητα του Κ. Μητσοτάκη και των συνεργατών του ως ικανών διαχειριστών και «αρίστων»».
Βαθμός ικανοποίησης από την κυβέρνηση και από την αξιωματική αντιπολίτευση
Η τάση ανατροπής του προβαδίσματος της ΝΔ που είχε καταγραφεί στην προηγούμενη περίοδο, με τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ να περνά έστω και οριακά μπροστά στο δείκτη της ικανοποίησης των πολιτών από την κυβέρνηση και από την αξιωματική αντιπολίτευση επιβεβαιώνεται και διευρύνεται στην τρέχουσα περίοδο.
Από 0,8 τον Δεκέμβριο του 2022, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ προηγείται σήμερα στον συγκεκριμένο δείκτη με 3,4 ποσοστιαίες μονάδες.
Δημοτικότητες πολιτικών αρχηγών
Η διαχρονική μείωση της δημοτικότητας του πρωθυπουργού και η -με πιο αργούς ρυθμούς- αύξηση της δημοτικότητας του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει φέρει πλέον τους δύο σε ένα σημείο σχεδόν «ισοπαλίας».
Αναλυτικότερα, ο πρωθυπουργός συνεχίζει να καταγράφει πτώση της δημοτικότητάς του κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες. Αντίστροφα, οι περισσότεροι πολιτικοί αρχηγοί της αντιπολίτευσης, και ιδίως της Αριστεράς (Αλ. Τσίπρας, Δ. Κουτσούμπας, Γ. Βαρουφάκης) παρουσιάζουν άλλος μεγαλύτερη και άλλος μικρότερη αύξηση της δημοτικότητάς τους, προφανώς ως επιβράβευση της στάσης τους τόσο στο θέμα των Τεμπών όσο και σε άλλα μεγάλα θέματα της περιόδου που πέρασε.
Η συνεχόμενη και μάλιστα εντονότερη μείωση της δημοτικότητας του Ν. Ανδρουλάκη κατά 3,1 ποσοστιαίες μονάδες αφ’ ενός δείχνει ότι ο νέος αρχηγός έχει πλήρως εξαντλήσει την όποια δυναμική του, αφ’ ετέρου γεννά ένα ερώτημα, μήπως η προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ να ισορροπήσει μεταξύ διαφορετικών θέσεων, ειδικά σε περιόδους πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης, όπως π.χ. μετά το δυστύχημα στα Τέμπη, καθιστά το κόμμα και τον αρχηγό του μη σχετικό (irrelevant) στη δημόσια συζήτηση.
Καταλληλότερος πρωθυπουργός
Συνεχίζεται η τάση μείωσης της διαφοράς μεταξύ του εν ενεργεία πρωθυπουργού, Κ. Μητσοτάκη, και του βασικού διεκδικητή, Αλ. Τσίπρα, κυρίως οφειλόμενη στη συνεχόμενη πτώση του ποσοστού του πρώτου (-1,6 ποσοστιαία μονάδα), με αποτέλεσμα πλέον η μεταξύ τους διαφορά να έχει μειωθεί περαιτέρω από τις 4,5 στις 2,9 μονάδες σε σύγκριση με την προηγούμενη έκδοση των Εκλογικών Τάσεων.
Πρόθεση ψήφου
Η ΝΔ εξακολουθεί την πτωτική πορεία της, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ παρουσιάζει σταθερότητα, κάτι που μειώνει ακόμη περαιτέρω τη μεταξύ τους διαφορά (στις 2,3 ποσοστιαίες μονάδες πλέον). Σημαντικές απώλειες καταγράφει και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, οι οποίες το απομακρύνουν από το στόχο του διψήφιου ποσοστού, ενώ έστω οριακή ενίσχυση παρουσιάζουν τα ποσοστά του ΚΚΕ και του ΜέΡΑ25, σε αντίθεση με τα «λοιπά κόμματα» των οποίων το αθροιστικό ποσοστό αυξάνεται αισθητά (+1,2 μονάδα).
Η μέχρι σήμερα τάση μείωσης της διαφοράς των δύο μεγάλων κομμάτων προϊδεάζει για μια αμφίρροπη αναμέτρηση, η έκβαση της οποίας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πορεία του τελευταίου μήνα της επίσημης προεκλογικής περιόδου.
Ορισμένα «ποιοτικά» χαρακτηριστικά, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στις έρευνες της περιόδου, βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τις διαθέσεις των πολιτών, οι οποίες ωστόσο χαρακτηρίζονται, όπως είναι λογικό από αντιφάσεις. Σε αυτά καταγράφεται ένα έντονο αντικυβερνητικό συναίσθημα, ισχυρότερο από τις «αντιΣΥΡΙΖΑ» διαθέσεις, αλλά ταυτόχρονα και μια ισχυρότερη -έστω οριακά- θετική στήριξη προς τη ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ.
Αναλυτικότερα, στο ερώτημα ποιο κόμμα, μεταξύ ΝΔ και θα επιθυμούσατε να κερδίσει τις εκλογές έστω και με μία ψήφο, προηγείται η ΝΔ με 30,9% έναντι 28,3% του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ στο ερώτημα ποιο κόμμα θα σας ενοχλούσε να κερδίσει τις εκλογές, επίσης προηγείται η ΝΔ με 39,0%, ενώ για τον ΣΥΡΙΖΑ έχουμε 31,7% (MRB/OPEN, Μάρτιος 2023). Ταυτόχρονα, η αντιμετώπιση της ακρίβειας φαίνεται να είναι το κυρίαρχο θέμα που θα καθορίσει την εκλογική επιλογή των πολιτών, ενώ οι κυβερνήσεις συνεργασίας παραμένουν η βασική προτίμηση των πολιτών έναντι της πραγματοποίησης νέων εκλογών για το σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης.
Ως προς την πρόθεση ψήφου ανά επιμέρους κατηγορίες του εκλογικού σώματος, σημειώνονται κωδικοποιημένα τα εξής:
Με βάση την ψήφο ανά θέση στην απασχόληση, παρατηρείται ότι η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ παρουσιάζουν μείωση στην πρόθεση ψήφου σε όλες τις κατηγορίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ εξακολουθεί να προηγείται -αν και λιγότερο συγκριτικά σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο- στους εργαζόμενους και στις εργαζόμενες στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα και στους ανέργους/στις άνεργες, ενώ παράλληλα μείωσε τη διαφορά του από τη ΝΔ στους/στις συνταξιούχους και στις/στους απασχολούμενες/ους αποκλειστικά με οικιακές εργασίες.
Αυτή η τάση, εκτός από τη θετική για τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ επίδραση που έχει στη συνολική διαφορά των δύο κομμάτων, αμβλύνει την ταξική πόλωση που έχει καταγραφεί σε προηγούμενες περιόδους και εκλογικά και δημοσκοπικά και προσδίδει πλέον, ιδίως στον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, πολύ περισσότερο πολυσυλλεκτικά χαρακτηριστικά με βάση το εκλογικό του ακροατήριο.
Με βάση την ψήφο ανά πολιτική αυτοτοποθέτηση, η ΝΔ προηγείται σημαντικά, όπως είναι αναμενόμενο, μεταξύ των δεξιών/κεντροδεξιών ψηφοφόρων και ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ μεταξύ των αριστερών/κεντροαριστερών, ενώ στην περίπτωση των κεντρώων και μη αυτοτοποθετούμενων πολιτικά ψηφοφόρων, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ παρουσιάζουν μείωση και για πρώτη φορά ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ έρχεται στη δεύτερη θέση μπροστά από το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ.
Σχετικά, σημειώνεται ότι η κυριαρχία κάθε κόμματος στο δικό του καταρχήν πολιτικό χώρο (δηλ. της ΝΔ μεταξύ των δεξιών/κεντροδεξιών ψηφοφόρων και του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ μεταξύ των αριστερών/κεντροαριστερών εν προκειμένω) είναι ιδιαίτερα σημαντική και για τη συνολική έκβαση του εκλογικού ανταγωνισμού. Αυτή τη στιγμή, η ΝΔ λαμβάνει μεταξύ των δεξιών και κεντροδεξιών ψηφοφόρων 61,4%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ λαμβάνει 53,0% μεταξύ των αριστερών και κεντροαριστερών αντίστοιχα.
Σαφώς, υπάρχει εξήγηση για την αναντιστοιχία αυτή, καθώς το κομματικό τοπίο στα αριστερά του πολιτικού φάσματος είναι πολύ περισσότερο διασπασμένο και επομένως ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ ως το μεγάλο κόμμα του χώρου αυτού έχει να αντιμετωπίσει πολύ μεγαλύτερο ανταγωνισμό από τον αντίστοιχο που αντιμετωπίζει η ΝΔ εντός του δεξιού και κεντροδεξιού εκλογικού σώματος. Ωστόσο, ανεξαρτήτως της αιτίας, η ανισορροπία αυτή είναι μία πολύ σημαντική παράμετρος που, αν δεν αποκατασταθεί, έστω εν μέρει, ενδέχεται να επηρεάσει το συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα.
Με βάση την ψήφο των επιμέρους ηλικιακών ομάδων, επιβεβαιώνεται το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ (5,5 ποσοστιαίες μονάδες) στην κατηγορία των 17-44 ετών και της ΝΔ (8,3 ποσοστιαίες μονάδες) μεταξύ των άνω των 45 ετών.
Τέλος, σε ό,τι αφορά στην ψήφο ανά φύλο, η ΝΔ προηγείται τόσο μεταξύ των ανδρών όσο και μεταξύ των γυναικών, αν και με μειούμενο προβάδισμα και στις δύο αυτές κατηγορίες.
Ως συνολικό σχόλιο, αυτό που καταγράφεται στην πρόθεση ψήφου των επιμέρους κατηγοριών εκλογέων είναι σε γενικές γραμμές το εξής: Αφ’ ενός η ΝΔ υποχωρεί οριζόντια σε όλες τις δημογραφικές, κοινωνικές και πολιτικές κατηγορίες, όχι όμως το ίδιο έντονα και πάντως διατηρώντας το προβάδισμά της, έστω και «ψαλιδισμένο» στις ομάδες που παραδοσιακά αποτελούσαν «κάστρα» της. Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ βελτιώνει σημαντικά τη διείσδυσή του σε ορισμένα ακροατήρια που παραδοσιακά πρόσκεινταν ευνοϊκά προς τη ΝΔ, αλλά αυτό προς το παρόν συμβαίνει με παράλληλες απώλειες σε ομάδες εκλογέων που αποτελούσαν ευνοϊκό για τον ίδιο χώρο.
Συσπειρώσεις και μετακινήσεις της εκλογικής βάσης των κομμάτων
Καταγράφεται περαιτέρω μείωση της συσπείρωσης της ΝΔ καιέστω οριακή αύξηση της συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, ο οποίος έχει μεγαλύτερη συσπείρωση από τη ΝΔ.
Συνολικά πάντως, πρέπει να επισημάνουμε ότι -με δεδομένο ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα των εκλογών- η συσπείρωση και των δύο μεγάλων κομμάτων παραμένει συγκριτικά χαμηλή για αυτό το σημείο του εκλογικού κύκλου, οπότε πολλά θα κριθούν και στο πεδίο αυτό.
Σημαντικό τέλος είναι το γεγονός ότι πλέον το ισοζύγιο των απευθείας μετακινήσεων μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ έχει ανατραπεί υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, δηλαδή αυτός παίρνει από τη ΝΔ περισσότερους/ες ψηφοφόρους από αυτούς που χάνει προς τα εκείνη.
Η «γκρίζα ζώνη» της αδιευκρίνιστης ψήφου
Το «τυπικό» (αν και φυσικά δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στην πραγματική ζωή) προφίλ του αναποφάσιστου ψηφοφόρου είναι νέα γυναίκα, που εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και τοποθετεί τον εαυτό της πολιτικά στον μεσαίο χώρο.
Αριθμητικά, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι η ΝΔ έχει κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερους πρώην ψηφοφόρους της στην «γκρίζα ζώνη» από τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, το οποίο σημαίνει ότι -εκτός της πρόθεσης ψήφου όπου, όπως είδαμε, προηγείται- έχει και έναν χώρο από τον οποίο μπορεί να αντλήσει περισσότερους εν δυνάμει ψηφοφόρους προοπτικά. Βέβαια, το αν αυτή η προοπτική θα εκπληρωθεί πράγματι ή αν, αντίθετα, οι πρώην ψηφοφόροι της ΝΔ θα παραμείνουν μέχρι τέλους στη «γκρίζα ζώνη», λόγω απογοήτευσης από το κόμμα τους, μένει να αποδειχθεί.
Σε ό,τι δε αφορά τη σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο, βλέπουμε τα εξής:
Αυξήθηκε το ποσοστό των προερχόμενων από τη ΝΔ ψηφοφόρων που ανήκων στη «γκρίζα ζώνη», ενδεικτικό ενδεχομένως και μιας μεγαλύτερης δυσαρέσκειας σε τμήμα της εκλογικής βάσης του κυβερνώντος κόμματος
Αντίθετα, μειώθηκαν δραστικά οι προερχόμενοι από τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ ψηφοφόροι που βρίσκονται στη «γκρίζα ζώνη». Αυτό σημαίνει ότι καθ’ οδόν προς τις κάλπες το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει μεν καταφέρει να πείσει και να ξανακερδίσει περισσότερους πρώην δικούς του ψηφοφόρους, από την άλλη όμως πλευρά όπως είπαμε έχει πια λιγότερα περιθώρια «λαμβάνειν» από τη συγκεκριμένη κατηγορία.
Τέλος, ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο είναι ότι αυξάνεται το ποσοστό αυτών που προέρχονται από την «γκρίζα ζώνη» του 2019 και βρίσκονται και τώρα σε αυτή. Πρόκειται για ένα τμήμα του εκλογικού σώματος, του οποίου η συμμετοχή στις εκλογές είναι όλο και πιο αβέβαιη και την ίδια στιγμή, εφ’ όσον πάρει μέρος στις εκλογές, η επιλογή του είναι η πιο δύσκολο να προβλεφθεί.
Συμπεράσματα
Στη βάση των παραπάνω ευρημάτων, οι συγγραφείς της μελέτης αναφέρουν στο κεφάλαιο των συμπερασμάτων τα εξής:
Η ολοκλήρωση του εκλογικού κύκλου αποτελεί και για τη δική μας προσπάθεια ένα ορόσημο. Τον Οκτώβριο του 2019 αμέσως μετά τις εκλογές του 2019, πήραμε -τόσο οι συγγραφείς της παρούσας ανάλυσης όσο και το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς που μας έδωσε το χώρο να τη δημοσιεύουμε τακτικά- μια επιστημονική και πολιτική πρωτοβουλία που θεωρούμε ότι απέδωσε καρπούς και συνέβαλε στη δημόσια συζήτηση, ώστε αυτή να φύγει από μία στιγμιαία και επιδερμική ανάγνωση των ερευνών, με όρους μιας πιο ψύχραιμης, μακροπρόθεσμης, συνολικής και ουσιαστικά πολιτικής οπτικής. Αυτό αποτυπώνεται στο γεγονός ότι όλο και περισσότερα μέσα ενημέρωσης πλέον επιλέγουν να δημοσιεύουν κάποιου είδους «poll of polls». Σε αυτή τη διαδρομή των τρεισήμισι χρόνων μελετήσαμε συνολικά 380 έρευνες, παρουσιάσαμε ποιοτικά στοιχεία και δώσαμε τη δική μας πολιτική ανάγνωση στα δεδομένα που καταγράφαμε διαχρονικά. Γι’ αυτό και πιστεύουμε ότι οι πιστοί αναγνώστες και αναγνώστριές μας έχουν ήδη πολλά στοιχεία και εργαλεία για να κατανοήσουν τις διαδρομές που θα φέρουν το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου, όποιο και αν είναι αυτό.
Συνοψίζοντας όσα είπαμε παραπάνω, αν έπρεπε να δώσουμε έναν τίτλο στην τρέχουσα έκδοση των Εκλογικών Τάσεων που είναι, αντικειμενικά, προεκλογικές, αυτός θα ήταν «Οι εκλογές της μεγάλης αβεβαιότητας».
Εδώ και αρκετό καιρό καταγράφαμε μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια και μια φθορά της κυβέρνησης, την οποία όμως η αξιωματική αντιπολίτευση έχει μέχρι στιγμής κατορθώσει να εισπράξει μόνο εν μέρει. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η κίνηση στο μέσο χρόνο έχει καταλήξει στο να ξεκινάει επίσημα η προεκλογική περίοδος με τα δύο κόμματα να βρίσκονται στη μικρότερη ιστορικά απόσταση μεταξύ τους εδώ και πολύ καιρό -ήδη πολύ πριν τις εκλογές του 2019. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν ο ένας μήνας της προεκλογικής περιόδου, ο οποίος όμως έχει όπως έχουμε εξηγήσει ιδιαίτερη βαρύτητα, θα αποδειχθεί αρκετός ώστε να ολοκληρωθεί η τάση που καταγράψαμε, φέρνοντας μια πολιτική αλλαγή, ή αν τελικώς η ΝΔ θα περάσει πρώτη το εκλογικό νήμα όπως φαίνεται μέχρι στιγμής.
Υπάρχουν αρκετά στοιχεία που υποστηρίζουν και τις δύο εκδοχές. Αφ’ ενός το προβάδισμα της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη στην πρόθεση ψήφου και σε αρκετούς άλλους δείκτες που μελετάμε, αν και έχει περιοριστεί δραστικά, υφίσταται ακόμα έστω οριακό, ενώ την ίδια στιγμή το κυβερνών κόμμα διαθέτει και μια μεγαλύτερη δεξαμενή πρώην αναποφάσιστων ψηφοφόρων του. Αφ’ ετέρου όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και ο Αλέξης Τσίπρας έχουν καταφέρει να διανύσουν ήδη μια μεγάλη απόσταση από τις θηριώδεις διαφορές υπέρ της ΝΔ που είχαν καταγραφεί στην αρχή και στο μέσο του εκλογικού κύκλου, φτάνοντας σε μια μάχη κυριολεκτικά στήθος με στήθος και κυρίως, φαίνεται ότι έχουν το προβάδισμα σε μερικά θέματα που είναι κεντρικά σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση, όπως είναι π.χ. το ζήτημα της ακρίβειας ή της διαφάνειας.
Όπως αναφέραμε και στην αρχή, κατά τη γνώμη μας το δυστύχημα στα Τέμπη είναι ένα σημείο τομής και θα παραμείνει τέτοιο, ανεξάρτητα από το πόσο καθαρά αυτό θα αποτυπωθεί στις κάλπες. Από τη μία πλευρά, η δυσαρέσκεια έναντι της κυβέρνησης καταγράφηκε σαφώς, από την άλλη η αυτοσυγκράτηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης που δεν προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τον πόνο επιβραβεύτηκε εν μέρει από τους πολίτες. Εξάλλου, το αίτημα για δικαιοσύνη είναι γενικευμένο στην κοινωνία, η οποία φαίνεται να εκπέμπει το τελευταίο διάστημα ένα «φτάνει πια». Αυτό είχε άλλωστε καταγραφεί σε έστω αποσπασματικά κοινωνικά ξεσπάσματα, ενώ αποτυπωνόταν και σε επιμέρους «ποιοτικά», όπως λέγονται, στοιχεία των δημοσκοπήσεων, ακόμα κι αν δεν φαινόταν στα στοιχεία της πρόθεσης ψήφου ή δεν ανιχνευόταν σωστά από τους αναλυτές.
Είχαμε πει και σε προηγούμενες ευκαιρίες ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα διαμορφωνόταν το έδαφος για μια «υπόγεια» δυσαρέσκεια, η οποία αποκαλύφθηκε με έντονο τρόπο τις προηγούμενες εβδομάδες, κυρίως στους δρόμους της χώρας. Με δημοσκοπικούς όρους, το ερώτημα είναι αν οι δημοσκοπήσεις της περιόδου έχουν καταφέρει να καταγράψουν αυτή τη δυσαρέσκεια επαρκώς και κυρίως να αποκρυπτογραφήσουν το περιεχόμενο και τους αποδέκτες της, καθώς και τους πιθανούς πολιτικούς εκφραστές της, με τις δεδομένες επιστημονικές αδυναμίες που παρουσιάζει το επιστημονικό εργαλείο της στατιστικής έρευνας, κυρίως σε περιόδους μεγάλης κοινωνικής ταραχής. Διότι, αυτή η δυσαρέσκεια που εκφράζεται βουβά και πραγματοποιεί τεθλασμένες διαδρομές, μπορεί να δημιουργήσει δυσάρεστες ή ευχάριστες εκπλήξεις, ανάλογα σε ποια όχθη βρίσκεται κανείς, το βράδυ των εκλογών.
Σε κάθε περίπτωση, όσο περνούν οι μέρες η «μεγάλη αβεβαιότητα» θα ξεκαθαρίζει σταδιακά, αν και -εκτός μεγάλου απροόπτου- την τελική έκβαση αυτής της αναμέτρησης θα τη μάθουμε μόνο όταν κλείσουν οι κάλπες. Εμείς, σε ό,τι μας αφορά, θα επανέλθουμε πλέον μετά τη διαδικασία αυτή.