Λίγο περισσότερο από το 85 % των περιοχών κολύμβησης σε ολόκληρη την Ευρώπη που αποτέλεσαν αντικείμενο παρακολούθησης πέρυσι, πληρούσαν τα υψηλότερα και πιο αυστηρά πρότυπα ποιότητας για την καθαρότητα των υδάτων. Ιδιαίτερα ενθαρρυντικά είναι τα αποτελέσματα και για τη χώρα μας.
Σύμφωνα με τη φετινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ), ένας συντριπτικός αριθμός —το 95,4 %— από τις 21.831 περιοχές κολύμβησης που αποτέλεσαν αντικείμενο παρακολούθησης στα 28 κράτη μέλη της ΕΕ πληρούσαν τις ελάχιστες απαιτήσεις ποιότητας βάσει των κανόνων της ΕΕ.
Επιπλέον, στην έκθεση συμπεριλήφθηκαν επίσης 300 περιοχές κολύμβησης που παρακολουθούνται στην Αλβανία και την Ελβετία.
Σε τέσσερις χώρες διαπιστώθηκε ότι το 95 % ή περισσότερο των περιοχών κολύμβησης διαθέτουν νερό εξαιρετικής ποιότητας: Πρωταθλήτρια η Κύπρος (99,1 % του συνόλου των περιοχών κολύμβησης).
Ακολουθούν η Μάλτα (98,9 % του συνόλου των περιοχών κολύμβησης), η Αυστρία (97,3 % του συνόλου των περιοχών κολύμβησης) και η Ελλάδα (97 % του συνόλου των περιοχών κολύμβησης.
Σημειώνεται ότι όλες οι δηλωθείσες περιοχές κολύμβησης στην Κύπρο, την Ελλάδα, τη Λετονία, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, τη Ρουμανία και τη Σλοβενία είχαν ποιότητα τουλάχιστον επαρκή το 2018.
Στον αντίποδα οι τρεις χώρες με τους υψηλότερους αριθμούς περιοχών κολύμβησης με ύδατα ανεπαρκούς ποιότητας είναι η Ιταλία (89 περιοχές κολύμβησης ή 1,6 %), η Γαλλία (54 περιοχές κολύμβησης ή 1,6 %) και η Ισπανία (50 περιοχές κολύμβησης ή 2,2 %).
Σε σύγκριση με το 2017, ο αριθμός των κολυμβητικών περιοχών στη Γαλλία με ύδατα ανεπαρκούς ποιότητας μειώθηκε (από 80 το 2017 σε 54 το 2018), ενώ αυξήθηκαν οι περιοχές με ανεπαρκή ποιότητα των υδάτων κολύμβησης στην Ιταλία (από 79 σε 89) και στην Ισπανία (από το 38 σε 50).
Συνολικά στην Ε.Ε. το ποσοστό των κολυμβητικών περιοχών που πληρούν τα πλέον αυστηρά πρότυπα «εξαιρετικής ποιότητας» αυξήθηκε ελαφρά από 85,0 % το 2017 σε 85,1 % το προηγούμενο έτος.
Ο αριθμός εκείνων που πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις για τον χαρακτηρισμό «ικανοποιητικής ποιότητας» μειώθηκε από 96 % σε 95,4 % από το 2017 έως το 2018.